Availability: Εξαντλημένο

Δομίνικος Θεοτοκόπουλος Κρης εποίει

Τετρακόσια πενήντα χρόνια της γέννησής του

SKU: 9789607033079

14,85

Εξαντλημένο

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Ευθύνη

Ημερ. Έκδοσης: 01/11/1991

Σειρές: Τετράδια Ευθύνης

Περιγραφή

Μέσα στη μακρά, πολυστέναχτη, ζοφερή περίοδο της δουλείας των Ελλήνων στους Τούρκους και στους Βενετούς ή τους Άγγλους, τώρα που στρέφουμε το βλέμμα του πνεύματός μας στο παρελθόν, για να λάβουμε από αυτό του βίου διδαχές, ένα και μόνο γιγάντιο ανάστημα υψώνεται, – ανάστημα που εβάστασε, διερμήνευσε δημιουργικά για όλους τους λαούς της οικουμένης και κράτησε ψηλά την τιμή της Ελλάδας: ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο Γκρέκο.

Μοχλός μοναδικός που με το ιδιότυπο, συγκλονιστικά προσωπικό έργο του, άλλαζε αποφασιστικά τον προσανατολισμό της ζωγραφικής Τέχνης στην Ευρώπη, έφερε το ενοραματικό ρίγος της βυζαντινής Ανατολής μέσα στην θριαμβεύουσα Αναγέννηση και δίδαξε σε όλους πως υπάρχει άλλος τρόπος, της ανατολικής έκφρασης, να βλέπουμε τον κόσμο και να αποτυπώνουμε την θρησκεύουσα ψυχή του.

Αυτός ο περήφανος Κρητικός στέκεται για τους αιώνες αξεπέραστο ελληνικό ορόσημο στην πορεία της ζωγραφικής Τέχνης και με το τάλαντό του το πνευματοκίνητο υπερβαίνει την μαστοριά και μας αποκαλύπτει τις μυστικές πνευματικές διαδικασίες της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης εν πορεία προς την αιωνιότητα.

Της ελληνικής αιωνιότητας πνευματικός εκφραστής ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και της σύγχρονης τέχνης πρόδρομος, δικαιούται φέτος, 450 χρόνια από την γέννησή του, να τοποθετηθεί μέσα στην ιδεατή Πινακοθήκη των Μεγάλων Μορφών του Νέου Ελληνισμού σε θέση περίοπτη. Παραδοσιακά βυζαντινός, ριζοσπαστικά μοντέρνος, μοναδικά προσωπικός, ο Γκρέκο καθόρισε πως στέκεται πνευματικά μέσα στην Ευρώπη η Νέα Ελλάδα.

Η Ευθύνη

Συγγραφέας: Βρεττάκος Νικηφόρος, Μουρίκη Ντούλα, Παναγιώτης Φωτέας, Ηλιοπούλου - Ρογκάν Ντόρα, Π. Τέτσης, Μαλάμος Κώστας, Μανουσάκης Γιώργος, Πρέκα Μερόπη, Παπαϊωάννου Γ. Γιάννης, Κωνσταντίνος Β., Μηλιώνης Α. Νικόλαος, Τσιρόπουλος Ε. Κώστας
Σειρές: Τετράδια Ευθύνης
ISBN: 978-960-7033-07-9

Αριθμός Σελίδων : 213

Διαστάσεις : 25 x 16 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Βρεττάκος Νικηφόρος

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελεάκη. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο (το 1927 αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Γυθείου). Το 1928, σε ηλικία δεκάξι μόλις χρόνων, έδωσε δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέμα "Χριστιανισμός - Μαρξισμός". Το 1929 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει, δεν τα κατάφερε όμως, κυρίως λόγω οικονομικής ανέχειας (είχε προηγηθεί ασθένεια και χρεοκοπία του πατέρα του). Εγκαταστάθηκε στα Κάτω Πατήσια και με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Θαλή Στ. Κουτούπη προσλήφθηκε στην εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τιρνάσου στη Λακωνία. Από το 1930 ως το 1931 έκανε διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα στράφηκε στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη για τέσσερις μήνες (καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας). Το 1934 εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με την Καλλιόπη Αποστολίδη, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο και με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Τζένη και ένα γιο τον Κώστα. Το 1935 εργάστηκε στα Μεταξουργία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή. Το 1940 στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Η ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Το αγρίμι. Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Την περίοδο εκείνη πέθανε ο πατέρας του και η ταφή του έγινε στην Πλούμιτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε τη διαμαρτυρία των ελλήνων λογοτεχνών "Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας". Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό, φίλο του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1958, μετά το ταξίδι του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Ο ένας από τους δύο κόσμους", με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. Το 1949 εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο "Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου", εξαιτίας του οποίου διαγράφτηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα", στο οποίο ήταν διευθυντής. Τότε γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση - Μilliex και τον Roger Milliex, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Το 1954 η γυναίκα του απολύθηκε από τη θέση της στον Ο.Λ.Π. λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Κατά το σχολικό έτος 1955-1956 αναγκάστηκε να εργαστεί σε σχολείο των Ιωαννίνων. Μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας επέστρεψε στην παλιά της θέση. Το 1955 ο Βρεττάκος εκλέχτηκε στο Δήμο Πειραιά (1955-1959). Σημαντική υπήρξε η συμβολή του από τη θέση αυτή στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο, Λ.Κουκούλα κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, προσκεκλημένος των σπουδαστών της Μόσχας. Στη Μόσχα γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το 1961 επισκέφτηκε τον τάφο του πατέρα του στην Πλουμίτσα. Το 1962 διαλύθηκε ο Συνεταιρισμός Εκτελωνιστών και ο Βρεττάκος έμεινε άνεργος. Το 1964 εργαζόταν ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα του 1967 ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο "Οδύνη" που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1974 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1991 επισκέφτηκε την Πλούμιτσα με τη γυναίκα, την κόρη του και την οικογένειά της. Εκεί πέθανε τον Αύγουστο από καρδιακή ανακοπή. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη. Η πρώτη εμφάνιση του Νικηφόρου Βρεττάκου στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια με τίτλο Κάτω από σκιές και φώτα (εκδόθηκαν το 1933). Ως το 1940 εξέδωσε έξι συλλογές, τις οποίες συγκέντρωσε στον τόμο "Γκριμάτσες του ανθρώπου". Ακολούθησαν πολλές ποιητικές συλλογές ως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη ως δεύτερο ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του με τίτλο "Τα ποιήματα 1929-1951". Από την περίοδο αυτή αναφέρουμε ενδεικτικά την ποιητική συλλογή του "Πλούμιτσα" (1950), ενδεικτική της στροφής του Βρεττάκου από το νεανικό λυρισμό προς την απλή και έντονα δραματική γραφή. Ακολούθησε η τρίτη και ωριμότερη περίοδος της δημιουργίας του, όπου επιχείρησε μια εξισορρόπηση των λυρικών και δραματικών στοιχείων στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του. Σημειώνονται τα έργα του "Στον Ρόμπερτ Όπενχάιμερ" (1954), "Το βάθος του κόσμου" (1961), "Ο διακεκριμένος πλανήτης" (1983), "Συνάντηση με τη θάλασσα" (1991). Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , την κριτική (το 1960 εξέδωσε τη μελέτη "Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του") και τη δημοσιογραφία. Από το 1946 ως το 1949 εργάστηκε στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" (αρχικά στη στήλη του βιβλίου, στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής). Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά και τις εφημερίδες "Προοδευτική Αλλαγή" (1951, με το ψευδώνυμο Θυμόσοφος), "Ελληνικά Χρονικά" (1952-1954), "Επιθεώρηση Τέχνης" (1956), "Ανεξάρτητος Τύπος" (1958), "Επιστήμη και Ζωή" (1959), "Δρόμοι της Ειρηνης" (1961), "Κόσμος" (1962), "Ελευθεροτυπία" (1975). Τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το βραβείο Knocken και το βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το βραβείο του τίμιου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από του Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984), το μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (1989). Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού των Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού , μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1991). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικηφόρου Βρεττάκου βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, "Βρεττάκος Νικηφόρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 2, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γεωργία Κακούρου - Χρόνη, "Χρονολόγιο Νικηφόρου Βρεττάκου", στο "Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991)", επιμ. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Αθήνα, 1993 και Αλέξης Ζήρας, "Βρεττάκος Νικηφόρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 333-334. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μουρίκη Ντούλα

Παναγιώτης Φωτέας

Ηλιοπούλου - Ρογκάν Ντόρα

Π. Τέτσης

Μαλάμος Κώστας

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1913. Με κρατική υποτροφία σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Μαθιόπουλο, Αργυρό και Παρθένη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του κέρδισε πολλές διακρίσεις και βραβεία. Το 1937 ίδρυσε φροντιστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα και την επόμενη χρονιά διορίστηκε στο καλλιτεχνικό τμήμα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το 1960 σε συνεργασία με την ένωση "Οι φίλοι των Ιωαννίνων", ίδρυσε την Πινακοθήκη Μοντέρνας Ελληνικής Τέχνης στα Ιωάννινα. Έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις και πήρε μέρος σε περισσότερες από πενήντα ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Του απονεμήθει το μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών (1984), της Πόλης των Ιωαννίνων (1984), το μετάλλιο της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας (1983), το χάλκινο μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1994). Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Προεδρικό Μέγαρο, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, το Δήμο Ιωαννίνων, το Δήμο Αθηναίων, στα Υπουργεία Παιδείας, Εξωτερικών, Βορείου Ελλάδας, σε Ελληνικές Πρεσβείες στο εξωτερικό, κ.α. Για πολλά χρόνια υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της Π.Π.Κ.

Μανουσάκης Γιώργος

O ζωγράφος, χαράκτης, επιμελητής εκδόσεων, συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός τέχνης Γιώργος Μανουσάκης, γεννήθηκε το 1914 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Αρχισε από πολύ μικρός να ζωγραφίζει, καθώς είχε στη διάθεσή του χρώματα ζωγραφικής από το μαγαζί του εμπόρου πατέρα του (μαγαζί που αποτέλεσε το θέμα ενός αντιπροσωπευτικού νεανικού του έργου με λάδι, το 1935). Ερχόμενος στην Αθήνα, γράφεται στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1934). Λίγο αργότερα εγκαταλείπει τη Φυσικομαθηματική και αφοσιώνεται στην ΑΣΚΤ, μαθητεύοντας δίπλα στους Ουμβέρτο Αργυρό, Κωνσταντίνο Παρθένη (ζωγραφική) και Γιώργο Κεφαλληνό (χαρακτική και τέχνη βιβλίου). Όπως γράφει ο καλλιτέχνης, "περισσότερα όμως από τους καθηγητές μου στη Σχολή Καλών Τεχνών νομίζω ότι οφείλω στο περιβάλλον της Σχολής, στους συναδέλφους μου, με τους οποίους ανταλλάσσαμε σκέψεις και ιδέες γύρω από τα σύγχρονα ρεύματα της ζωγραφικής, με τα οποία βρέθηκα αντιμέτωπος τότε". Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, στα οποία ο Μανουσάκης ασχολείται με τη χαρακτική και, όπως σημειώνει ο Θ. Κωνσταντινίδης, "παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, δημιουργώντας ξυλογραφίες -ανάμεσα σ' αυτές και η εικονίζουσα την ΕΑΜική διαδήλωση στις 25 Μαρτίου 1942 στο Σύνταγμα και την επίθεση με σπαθιές των έφιππων Ιταλών καραμπινιέρων εναντίον των διαδηλωτών...". Δυστυχώς, το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργίας του Μανουσάκη, εκείνων των χρόνων, έχει χαθεί ή έχει καταστραφεί. Μετά τον πόλεμο συνεχίζει στην ίδια θεματική και τεχνοτροπία της παραστατικής ζωγραφικής και της αγάπης των απλών πραγμάτων. Κατορθώνει με τη λεπτομερειακή απόδοση και τη ρεαλιστική απεικόνισή τους να αφουγκραστεί και διακριτικά να υπαινιχθεί την ιστορία τους. Στα χρόνια του '60 ταξιδεύει στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου έρχεται σε επαφή με κινήματα της μοντέρνας τέχνης, από τα οποία επηρεάστηκε μόνο για λίγο καιρό. Πειραματίστηκε στις μοντέρνες καλλιτεχνικές τάσεις, αλλά γρήγορα επανήλθε στην παραστατική ζωγραφική των αγαπημένων του λαϊκών καφενείων με τα στρογγυλά σιδερένια τραπέζια και τους μπουφέδες, των υπαίθριων μανάβικων, των παλιών αντικειμένων κ.α. "Σιγά σιγά", σημείωνε ο ίδιος, "άρχισα να βρίσκω κάποιο σκοπό, κάποιο λόγο στη ζωγραφική μου, που βρισκόταν έξω από τη ζωγραφική. Όσο περισσότερο δενόμουνα με τα πράγματα που αγαπούσα, τόσο περισσότερο ένιωθα ελεύθερος και μπορούσα εύκολα να ξεχωρίσω το ουσιαστικό στη ζωή από το εφήμερο και το περιστασιακό. Σχεδίαζα, ζωγράφιζα, φωτογράφιζα, έκανα κινηματογράφο, αλλά προπαντός μάθαινα. Μάθαινα όλο και περισσότερα πράγματα και όταν γύριζα πίσω στην Αθήνα από τα ταξίδια μου ένιωθα πλουσιότερος". Ένα τυχαίο γεγονός φέρνει τον Μανουσάκη στην Εμπορική Τράπεζα, όπου για σχεδόν είκοσι χρόνια διατελεί καλλιτεχνικός επιμελητής των εκδόσεών της. "... Εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τους θησαυρούς της ελληνικής τέχνης, οι οποίοι αποτελούσαν το αντικείμενο των ημερολογίων και εκδόσεών της", γράφει. Ο Γ. Μανουσάκης ασχολήθηκε με επιτυχία και με την υδατογραφία, ζωγραφίζοντας έργα μικρών διαστάσεων σε φωτεινούς τόνους, με τα αγαπημένα θέματά του: σπίτια, μαγαζιά, καφενεία, ταβέρνες κ.ά. Σχεδίαζε επίσης στις προσφυγικές γειτονιές, όπως στην Καισαριανή, με τη λιτότητα της απλής, αλλά εκφραστικής γραμμής. "Τα νησιά", "Τα προσφυγικά", "Τα πέριξ" αποτελούν, σύμφωνα με τον Θ. Κωνσταντινίδη, "τριλογία ωραίων προλόγων σε ωραία σχέδια, τυπωμένα κατά ενότητες χωριστά, όταν είχαν εκτεθεί στην "Ωρα" του Ασαντούρ Μπαχαριάν, το 1987". Τα περισσότερα σχέδια έγιναν στη δεκαετία του '50, μερικά στη δεκαετία του '80 και ελάχιστα στη δεκαετία του '40. "Τώρα που ο κύκλος κλείνει", σημείωνε ο καλλιτέχνης, "όταν μιλάω για τη ζωγραφική μου, διαπιστώνω ότι το τέλος βρίσκεται πιο κοντά στην αρχή... Η ζωγραφική είναι ένα εικαστικό γεγονός και μιλάει τη δική της γλώσσα, τη σιωπηλή... Η σιωπηλή γλώσσα της ζωγραφικής δε μεταφράζεται σε καμιά άλλη γλώσσα, πλην αυτής που μιλάει η ίδια η ζωγραφική". "Τα χρόνια όλο και μαζεύονται πίσω μου και τα μαλλιά μου όλο και ασπρίζουν, κατά βάθος όμως αισθάνομαι ακόμη σαν παιδί. Οσάκις δοκίμασα να σοβαρευτώ στη ζωγραφική, πάντα έκανα λάθη. Αυτό το αντιλαμβανόμουν γρήγορα και ξαναγύρισα στο δρόμο όπου είχα ταχθεί. Δε θέλω ν' αναφερθώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά η ζωγραφική για μένα ήταν ανέκαθεν κάτι σαν παιχνίδι, αλλά παιχνίδι σοβαρό, όχι σοβαροφανές". Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 2003, σε ηλικία 89 ετών.

Πρέκα Μερόπη

Παπαϊωάννου Γ. Γιάννης

Κωνσταντίνος Β.

Μηλιώνης Α. Νικόλαος

Τσιρόπουλος Ε. Κώστας

Ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930) γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε νομική (Θεσσαλονίκη) και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη. Ιδρυτής και διευθυντής της ετήσιας έκδοσης "Χριστιανικό Συμπόσιο" (1966-1971) και του περιοδικού "Ευθύνη" (1961-1966, και από το 1972). Συνεργάστηκε επί χρόνια με την ΕΡΤ και την "Καθημερινή" (1962-1967), Γενικός Γραμματέας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (1974-1976), Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου (1975-1980), Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Φέξη των Δώδεκα (1964), Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1966), Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1979), Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1986), Βραβείο της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων (1989) Α Βραβείο της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας (1990), Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2007), και έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Γρανάδας (2004). Το ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό του έργο εκτείνεται σε δεκάδες τόμους. Έχει επίσης μεταφράσει από τα ισπανικά, τα καταλανικά και τα γαλλικά βιβλία και κείμενα των Ορτέγα υ Γκασσέτ, Αντόνιο Ματσάδο, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Καμίλο Χοσέ Θέλα, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Σαλβαδόρ Εσπρίου, Χοσέ Μπεργαμίν, Ντρυόν, Ζενεβουά, Αρανγκούρεν κ.ά. Βιβλία και κείμενά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 2017.