Περιγραφή
Κείμενα παλαιότερων και σύγχρονων δημιουργών, για τη ζωή και το έργο του Κώστα Κρυστάλλη.
150 χρόνια από τη γέννησή του (1868-2018)
9,72€
Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο
Εκδότης: Πέτρα - Ηπειρωτικές Εκδόσεις
Ημερ. Έκδοσης: 01/10/2018
Σειρές: Εξ Ηπείρου
Κείμενα παλαιότερων και σύγχρονων δημιουργών, για τη ζωή και το έργο του Κώστα Κρυστάλλη.
Συγγραφέας: Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Παλαμάς Κωστής, Γκουρογιάννης Βασίλης, Ξενόπουλος Γρηγόριος, Γαβριηλίδης Βλάσης, Νιρβάνας Παύλος, Αυδίκος Γ. Ευάγγελος, Μητσάκης Μιχαήλ, Μπουρατζή - Θώδα Άννα, Μπουκάλας Σ. Παντελής, Βρανούσης Λέανδρος, Ρίζος Σπ. Ανδρέας |
Επιμέλεια: Αυδίκος Γ. Ευάγγελος |
Σειρές: Εξ Ηπείρου |
ISBN: 978-960-7815-34-7 |
Χατζόπουλος Κωνσταντίνος |
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1868 στο Βραχώρι Αγρινίου. Είναι το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου, που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές (Δημοτικό Σχολείο στο Αγρίνιο, Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι), το 1882 -σε ηλικία δεκατεσσάρων μόλις ετών- εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας· το 1888, αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891), εργάζεται για δύο χρόνια ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Από το 1893 και έως το 1900 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 επιστρατεύεται και υπηρετεί στην Άρτα. Επιστρέφει έπειτα στην Αθήνα, και τον επόμενο χρόνο (1898-1899) εκδίδει το περιοδικό "Η Τέχνη", το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παρότι βραχύβιο, το περιοδικό του Χατζόπουλου -συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου. Το 1990 κληρονομεί από τον παππού του κτηματική περιουσία και ταξιδεύει στη Γερμανία. Στη Δρέσδη γνωρίζει και παντρεύεται τη Φινλανδή Sunny Haggmann. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" των Μαρξ-Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο "Montenegro", θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση. Θα κηδευτεί και τα ταφεί στο Μπρίντιζι. Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του θα μεταφέρει τα οστά του και της γυναίκας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, τα πεζά "Αγάπη στο χωριό" (1910), "Ο πύργος του ακροπόταμου" (1915), "Φθινόπωρο" (1917) και τη σατιρική ηθογραφία "Ο Υπεράνθρωπος" (1915). |
Παλαμάς Κωστής |
![]() |
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. 'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, και η πάνδημη κηδεία του μετατρέπεται σε εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του Γερμανού κατακτητή. |
Γκουρογιάννης Βασίλης |
![]() |
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης γεννήθηκε (1951) και μεγάλωσε στο χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων. Αποφοίτησε από το Λύκειο Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Από το 1977 έως πρόσφατα υπήρξε μαχόμενος δικηγόρος στην Αθήνα. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα. Έχει βραβευτεί με έγκυρα βραβεία λογοτεχνίας. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και site. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. |
Ξενόπουλος Γρηγόριος |
![]() |
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του. Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη "Διάπλαση των Παίδων" η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες "αθηναϊκές επιστολές", στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί - αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι - οικογένεια - παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί - αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας - μιας γλώσσας ζωντανής - που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. "Η αδελφούλα μου" είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα. Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης - ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση. Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική. Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Σε αρκετά έργα του περιγράφονται και ζωντανεύουν παλαιότερες κοινωνίες κυρίως της Ζακύνθου. Σε χρόνια ακμής, δύναμης, μεγαλείου, πλούτου και πολιτισμού, αναζήτησε και βρήκε πλούσιο και άφθονο υλικό που το εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Ένα θαυμάσιο και ίσως το πιο πρωτότυπο έργο του είναι «Το Φάντασμα», μια πρωτάκουστη αληθινή ιστορία που διαδραματίσθηκε το ΙΗ΄ αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. "Ο Κόκκινος Βράχος" (1905) δίνει μια πετυχημένη απεικόνιση της ζακυνθινής ζωής. Πρόκειται για έναν έρωτα καταλύτη που τον βιώνει η ηρωίδα χωρίς τίποτα το κίβδηλο. Τρία από τα καλύτερα έργα του έχουν επίσης υπόθεση ζακυνθινή (Λάουρα 1915, Αναδυόμενη 1923, Τερέζα Βάρμα Δακόσια 1925). Εκείνα όμως που η κριτική αναγνώρισε αναμφίβολα τα καλύτερα μέσα στα τόσα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου, είναι οι "Πλούσιοι και Φτωχοί" (1919), και οι "Τίμιοι και Άτιμοι" (1921). Ανήκουν σε μια "κοινωνική τριλογία" όπου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω σε κοινωνικά θέματα και το πετυχαίνει άριστα. Δίπλα στο μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι και το θεατρικό του έργο. Επηρεασμένος από τον Ίψεν, δίνει το 1904 το πιο συγκροτημένο ίσως από τη θεατρική άποψη έργο του, "Το Μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας", με κέντρο μια ευγενική μορφή και το μυστικό της που αφορά μια σκόνη - μια άσπρη σκόνη που θεραπεύει τον καταρράκτη ματιών. Από τα θεατρικά του έργα αρκετά αντέχουν και σήμερα. Διατηρούνται στη ζωή όχι για λόγους νοσταλγίας, αλλά χάρη στα ολοζώντανα πρόσωπα που έπλασε ο συγγραφέας. Τα έργα του όπως ο "Πειρασμός", "Φιόρο του Λεβάντε", "Στέλλα Βιολάντη", "Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας", "Φωτεινή Σάντη", "Αναδυόμενη", "Ποπολάρος", κ.α. παίζονται στο Θέατρο, διασκευάζονται για τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ο Ξενόπουλος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1951 στην Αθήνα μακριά από το αγαπημένο του νησί. |
Γαβριηλίδης Βλάσης |
![]() |
Βλάσης Γαβριηλίδης (1848-1920). Ο Βλάσης Γαβριηλίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του χρυσοχόου Γαβριήλ Γαβριηλίδη. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, με υποτροφία του Γεωργίου Σίνου. Στο χώρο των Γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη από τις σελίδες του περιοδικού Επτάλοφος, όπου δημοσίευσε μελέτες για την αρχαία ελληνική τραγωδία και το θεατρικό έργο του William Shakespeare. Την ίδια χρονιά (1868) εξέδωσε την εφημερίδα Ομόνοια, η οποία στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με την εφημερίδα Νεολόγος. Με αφορμή δημοσίευση άρθρου του σχετικά με την καταπίεση της ελληνικής κοινότητας από την οθωμανική διοίκηση στην Πόλη, στην εφημερίδα Μεταρρύθμισις –την οποία εξέδωσε μετά την Ομόνοια – διώχτηκε από το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Γαβριηλίδης κατέφυγε κρυφά στην Αθήνα, όπου από το 1877 πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Συνεργάτης αρχικά στην Εφημερίδα των Συζητήσεων και στη συνέχεια εκδότης του σατιρικού περιοδικού Ραμπαγάς (από κοινού με τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου), ακολούθησε λίγο αργότερα μοναχική πορεία εκδίδοντας το περιοδικό Μη Χάνεσαι του οποίου συνέχεια υπήρξε η εφημερίδα Ακρόπολις, η οποία στάθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της τόσο ως προς την εμφάνισή της, όσο και ως προς την ύλη της. Μέσα από τις σελίδες της Ακροπόλεως ο Γαβριηλίδης προσπάθησε να προβάλλει την αγάπη του για την πατρίδα του και παράλληλα το θαυμασμό του για τα ευρωπαϊκά πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο ριζοσπαστισμός του και οι συχνά ακραίες θέσεις του εναντίον θεσμών και προσώπων προκάλεσαν αντιδράσεις με αποκορύφωμα την καταστροφή των γραφείων της Ακρόπολης το καλοκαίρι του 1894 από ομάδα της Φρουράς Αθηνών και στη σύλληψή του το Νοέμβριο του 1904. Διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού. Μετά το 1915 άρχισαν οι οικονομικές δυσκολίες. Πέθανε το 1920 από καρκίνο στα γραφεία της Ακρόπολης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Βλάση Γαβριηλίδη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Γαβριηλίδης Βλάσης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Λαμπρίας Τάκης, «Γαβριηλίδης Βλάσης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Συναδινός Θ.Ν., «Γαβριηλίδης Βλάσιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 8. Αθήνα, Πυρσός, 1929. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.). |
Νιρβάνας Παύλος |
![]() |
Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη), γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά "Σφαίρα" και "Πρόνοια". Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου". Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες "Άστυ", "Ακρόπολη" και από το 1905 στην "Εστία" με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ("Τέχνη", "Παναθήναια", "Νέα Εστία", "Το Περιοδικόν μας", "Ασμοδαίος", "Μη χάνεσαι", κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Αθήναι" ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των Δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο "Παγά λαλέουσα" (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της "Τέχνης" του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παύλου Νιρβάνα βλ. Τέλλος Άγρας, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ.18, Πυρσός, 1932 (αναδημοσιεύεται στον τόμο Τέλλος Άγρας, "Κριτικά, Τρίτος τόμος", της σειράς "Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας", επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984), Γ. Βαλέτας, "Βιογραφικός-χρονολογικός πίνακας", στα "Άπαντα Παύλου Νιρβάνα", τ. Α΄, Αθήνα, 1967, Μ. Γ. Μερακλής, "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά-μεταπαλαμικοί: ανθολογία, γραμματολογία", Σοκόλης, 1977, Δημήτρης Γιάκος, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 7. Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μαριάννα Δήτσα , "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Σοκόλης, 1997, και Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Ευδοκία Παραδείση, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.). |
Αυδίκος Γ. Ευάγγελος |
![]() |
Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος γεννήθηκε το 1951 στην Πρέβεζα, με καταγωγή από το Συρράκο. Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι τίτλοι: "Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία", διηγήματα, (Ελληνικά Γράμματα, 2001), "Ο δικός μου Θεός", μυθιστόρημα, (Ταξιδευτής, 2004), "Η Θράκη και οι άλλοι. Ιχνηλατώντας τα πολιτισμικά όρια και την ιστορική μνήμη" (Οδυσσέας 2007), "Η κίτρινη ομπρέλα" (Μεταίχμιο, 2007) -ήταν στη μικρή λίστα του περιοδικού "Διαβάζω" για το βραβείο μυθιστορήματος του 2008, "Ήταν μια φορά κι έναν καιρό αλλά μπορεί να γίνει και τώρα. Η εκπαίδευση ως χώρος διαμόρφωσης παραμυθάδων" (Ελληνικά Γράμματα 1999), "Το παιδί στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία" (Ελληνικά Γράμματα 1996), "Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις" (Οδυσσέας 1994). |
Μητσάκης Μιχαήλ |
![]() |
Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου "The Athens Review of Books", τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.). |
Μπουρατζή - Θώδα Άννα |
![]() |
Η Άννα Μπουρατζή-Θώδα γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στο χωριό του αξιωματικού πατέρα της Γεωργίου Μπουρατζή, το Βασιλόπουλο Ιωαννίνων. Το Δημοτικό το τελείωσε στο Καπλάνειο Ιωαννίνων και στην Αθήνα το Γ' Γυμνάσιο Θηλέων. Είναι Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Πειραιώς στην Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε στον Εφοριακό Κλάδο του Υπουργείου Οικονομικών. Λογοτεχνικά έργα της: Ποιητικά: "Ηλιαυγές", "Ποτέ δε νύχτωσε στη χώρα μου", "Βροντή στο φως", "Χάι και Τάνκα", "Διαδρομή φλόγας", "Στο μάτι των καιρών", "Πατρίδα γη μου, αίμα και πνεύμα ένα", "Πύρινοι κύκλοι πατρώας γης", που μελοποιήθηκε από τη μουσικό Μαρία Στούπη, "Στων αιώνων το φάος" και "Στα δόντια της Μέδουσας". Πεζογραφικά:"Βάρδια του Τίγρη" (διηγήματα), Βραβείο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών: "Άννας Βεροπούλου-Φιλίνη", "Ταξίδι με την κόρη του λοχαγού" και "Όταν κατοικούσαν οι θεοί στον Όλυμπο". Συμμετείχε με διηγήματα στην ομαδική έκδοση "Επταφωνίας Αναγνώσματα" και σε πολλές ανθολογίες, ενώ μεταφράστηκαν έργα της στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Παράλληλα ζωγραφίζει -στο ενεργητικό της καταγράφονται έξι ατομικές εκθέσεις και δέκα ομαδικές. Η Άννα Μπουρατζή-Θώδα είναι μόνιμη συνεργάτης της εφημερίδας "Πανηπειρωτική". Άρθρα και κριτικές της δημοσιεύονται στις ημερήσιες εφημερίδες των Ιωαννίνων "Ήπειρος", "Πρωινά Νέα", στη "Θεσπρωτική" Ηγουμενίτσας, καθώς και σε διάφορα περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ), μέλος του Δ.Σ. της "Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας" και μόνιμη συνεργάτης στο "Στέκι Λόγου, Τέχνης και Παράδοσης" της Αδελφότητος Βασιλόπουλου Ιωαννίνων. |
Μπουκάλας Σ. Παντελής |
![]() |
Ο Παντελής Μπουκάλας γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Δημοσιογραφεί στην Καθημερινή. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος (1980), Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010) και Μηλιά μου αμίλητη (2019). Επίσης έναν τόμο με βιβλιοκριτικές υπό τον τίτλο Ενδεχομένως –Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με επιφυλλίδες του στην Καθημερινή της Κυριακής, και τους τρεις πρώτους τόμους της σειράς « Πιάνω γραφή να γράψω... : Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι » ( Όταν το ρήμα γίνεται όνομα : Η αγαπώ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017, Το αίμα της αγάπης : Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση και Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα : Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή,2019).Έχει μεταφράσει τον Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου, τα ποιήματα του τόμου Επιτάφιος λόγος –Αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα και τα Συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Έχει επίσης μεταφράσει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου (ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, 2005), τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο, 2005), τις Τρωάδες του Ευριπίδη (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2010), τον Κύκλωπα του Ευριπίδη και το ομότιτλο ειδύλλιο του Θεόκριτου (Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, 2017), τις Θεσμοφοριάζουσες (Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, 2018), την Ιφιγένεια την εν Αυλίδι του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2019) και την Ελένη του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2021). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά (αφιέρωμα του περιοδικού Poesia του Μιλάνου, Νοέμβριος 2014), στα πολωνικά (η μετάφραση των Ρημάτων εκδόθηκε στο Γκντανσκ το 2014), τα αγγλικά, τα αλβανικά, τα αραβικά, τα ισπανικά, τα καταλανικά (στον τόμο La busqueda del Sur, Βαρκελώνη, 2016), τα γαλλικά (στον τόμο Poètes grecs du 21e siècle, Παρίσι, 2017) και τα ρωσικά. Το 2018 έγινε διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. |
Βρανούσης Λέανδρος |
Ρίζος Σπ. Ανδρέας |
|
Αποστολή σε 3-7 εργάσιμες μέρες Με την προϋπόθεση ύπαρξης αποθέματος στον εκδότη ή προμηθευτή |
Σε 3-7 εργάσιμες μέρες
Προστασία των προσωπικών σας δεδομένων
Online 24/7