Περιγραφή
Μέσα στο δωμάτιο βρίσκονταν δύο παράξενες φιγούρες. Εμείς, τις έχουμε γνωρίσει. Η μία ήταν η νεράιδα που την έλεγαν Φροντίδα. Η άλλη ήταν η ανθυπονεράιδα της Τύχης. Έσκυφαν πάνω απ’ τον νεκρό άντρα.
Oρίστε! είπε η Φροντίδα. Τι πρόσφεραν οι Γαλότσες σου στους ανθρώπους;
Τουλάχιστον, χάρισαν σ’ αυτόν εδώ την αιώνια ευτυχία, απάντησε η ανθυπονεράιδα της Τύχης.
Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος, συνέχισε η Φροντίδα. Αυτός εδώ έφυγε με δική του πρωτοβουλία. Δεν κλήθηκε να φύγει, δεν είχε έρθει η ώρα του. Απλά, το ψυχικό του σθένος δεν ήταν αρκετά δυνατό, δεν μπορούσε να περιμένει, για ν’ ανακαλύψει τους θησαυρούς που του επιφύλασσε η ζωή. Γι’ αυτό κι εγώ θα του κάνω ένα πολύ μεγάλο δώρο.
Και άρπαξε τις Γαλότσες, και τις τράβηξε απ’ τα πόδια του φοιτητή. Ο ύπνος του θανάτου πήρε τέλος. Ο φοιτητής ξύπνησε και σηκώθηκε. Η Φροντίδα εξαφανίστηκε και μαζί της εξαφανίστηκαν και οι Γαλότσες. Προφανώς τις θεωρούσε πια δικές της.