Περιγραφή
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΙΚΡΥΝΑΝ
ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ
Κι όμως
κάτι ακούστηκε
κείνο το βράδυ που μας πλησίαζε το κακό˙
κείνος ο κρότος, σα σπάσιμο
ξερού κλαδιού πίσω απ’ τα δέντρα˙
αλλά εμείς είχαμε ξεχάσει από καιρό
ν’ αναγνωρίζουμε τέτοιους ήχους.
Κι όμως
κάτι ξεχωρίσαμε
κείνο το βράδυ˙
μα είναι υπόθεση σοβαρή για έναν τυφλό
ν’ αναγνωρίσει το σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι
και το ψηλάφισμα θέλει χέρια ζωντανά.
Ν΄ ανοίξουμε, μας είπαν, έναν λάκκο,
σαν βάρος περιττό πετάξαμε τα δικά μας.
Δυο άκρα κρεμασμένα, μας είπαν, τι οφελούν;
Τα δάση πλέον καίγονται χωρίς το τρίξιμο δυο ξύλων.
Τι οφελούν λοιπόν;
Γροθιά τώρα κανείς δε βρίσκει υψωμένη.
Κι όμως
κάτι σα να υποπτευθήκαμε
κείνο το βράδυ.