Availability: Εξαντλημένο

Πειραιάς

Ανθολόγιο αφηγήσεων

SKU: 9789608922228

18,54

Εξαντλημένο

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Τσαμαντάκη

Ημερ. Έκδοσης: 01/07/2009

Περιγραφή

Ένα ανθολόγιο είναι πρώτ’ απ’ όλα μια επιλογή. Από το πλήθος των κειμένων πρέπει, με κάποια κριτήρια, αλλά να επιλέξεις και άλλα να αφήσεις στην άκρη. Ένα κριτήριό μας ήταν τα καλά κείμενα, αλλά δεν ήταν το κυριότερο. Γι’ αυτό και ορισμένα τα παραλείψαμε, όχι χωρίς δυσκολία. Ο πρώτος στόχος μας ήταν να περιδιαβούμε τον Πειραιά μέσα από αφηγήσεις για τους τόπους του και τους ανθρώπους του. Και, επίσης, να παρακάμψουμε, αν μπορούμε, την στερεότυπη εικόνα για την πόλη που έχει μετασχηματιστεί και κυριαρχήσει μεταπολεμικά και μέχρι σήμερα. Στραφήκαμε σε όλων των ειδών τις αφηγήσεις και τις οργανώσαμε σα να αποτελούν μέρη μιας συνολικής αφήγησης.
Υπάρχουν δύο παράλληλες κοινωνικές πραγματικότητες, που κυριαρχούν η καθεμιά τους σε διαφορετικές περιόδους της πειραϊκής ιστορίας: ο αστικός Πειραιάς που ηγεμονεύει τον 19ο αιώνα και ο αναδυόμενος λαϊκός Πειραιάς από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο οποίος βάζει τη σφραγίδα του στην πόλη κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, για να γίνει από τότε σήμα κατατεθέν της.

Βουτυράς Δημοσθένης

Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλέξ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Πολιτάρχης Γ.Μ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Τσοκόπουλος Βάσιας, «Χρονικό της ζωής του Δημοσθένη Βουτυρά», Δημοσθένης Βουτυράς· ΆπανταΑ΄, σ.9-50. Αθήνα, Δελφίνι, 1994. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γεράνης Στέλιος

Στέλιος Γεράνης (1920). Ο Στέλιος Γεράνης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Στέλιου Παναγιωτόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας. Φοίτησε στην Πάντειο για δύο χρόνια και εργάστηκε αρχικά ως βοηθός λογιστή και στη συνέχεια ως εκτελωνιστής, ενώ ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων στα περιοδικά Νεότης και Αργώ το 1938. Το 1944 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μεταπτώσεις. Ακολούθησαν κι άλλες συλλογές, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και την επιμέλεια περιοδικών εκδόσεων (όπως η Νεοελληνική Μούσα και η Πορεία). Διετέλεσε μεταξύ άλλων αρχισυντάκτης των εφημερίδων "Δημοκρατικός Φρουρός" και "Η Φιλολογική" και διευθυντής των περιοδικών "Πειραϊκή Έρευνα" και "Θερμοπύλες". Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ρουμανικά, τα γερμανικά και τα πολωνικά. Γενικός γραμματέας του Εκπολιτιστικού Ομίλου Πειραιά "Οι Φίλοι της Τέχνης και της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά", πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πειραιά και της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, ο Στέλιος Γεράνης τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1975). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Στέλιου Γεράνη βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Στέλιος Γεράνης", Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.176-178. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 (στη σειρά Ελληνική ποίηση Ανθολογία - Γραμματολογία). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γιωτόπουλος Γιώργος

Ζάρκος Γιώργης

Ζουγανέλης Γιάννης

Θεοτοκάς Γιώργος

Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του δικηγόρου Μιχαήλ Θεοτοκά και της Ανδρονίκης το γένος Νομικού. Στην Κωνσταντινούπολη τέλειωσε το Ελληνογαλλικό Λύκειο και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Το 1925 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική Συντροφιά (για τη δράση του κινδύνευσε το 1926 να αποβληθεί από το Πανεπιστήμιο) και υποδέχτηκε τον Γιάννη Ψυχάρη στη Χίο. Μετά την αποφοίτησή του (1927) έφυγε για τρία χρόνια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Στο Λονδίνο έγραψε το πρώτο του βιβλίο "Ελεύθερο Πνεύμα", που θεωρήθηκε ως το μανιφέστο της γενιάς του Τριάντα (δημοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1929). Το 1929 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε πολλά κείμενά του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Το 1940 κατατάχτηκε εθελοντικά στο στρατό και πολέμησε στην Αλβανία.Το 1948 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Ναυσικά Στεργίου, η οποία πέθανε το 1959. Το 1952 ταξίδεψε στην Αμερική, το 1955 έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές στο νομό Χίου, χωρίς επιτυχία. Το 1966 παντρεύτηκε την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη. Πέθανε τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και με την εφημερίδα "Το Βήμα", ενώ υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Εποχές". Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού "Νέα Γράμματα" (1935). Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1945-1946 και 1951-1952) και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στις διεθνείς συναντήσεις της Γενεύης και στο Διεθνές Συνέδριο του Εδιμβούργου. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1939 για το μυθιστόρημα "Το δαιμόνιο") και το Α’ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1957 για το έργο του "Τα προβλήματα του καιρού μας"). Ο Γιώργος Θεοτοκάς τοποθετείται στη γενιά του ’30, της οποίας υπήρξε ένα από τα πολυγραφότερα πρόσωπα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Με το έργο του έθεσε τις βάσεις της θεωρίας της γενιάς του Τριάντα για την ελληνικότητα, η οποία πηγάζει παράλληλα από την ελληνική παράδοση (αρχαιοελληνική, βυζαντινή, λαϊκός πολιτισμός) αλλά και από την ευρωπαϊκή παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα. Ο αφηγηματικός του λόγος επηρεάστηκε έντονα από την ελληνική πεζογραφική δημιουργία του 19ου αιώνα. Από τα έργα του σημειώνουμε ως ορόσημα τον "Λεωνή", τους "Ασθενείς και οδοιπόρους", το "Δαιμόνιο" και την "Αργώ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Θεοτοκά βλ. Αργυρίου Αλεξ. - Γεωργουσόπουλος Κώστας, "Θεοτοκάς Γιώργος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Γιαλουράκης Μανώλης, "Θεοτοκάς Γιώργος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Τζιόβας Δημήτρης, "Χρονολόγιο Γιώργου Θεοτοκά", Διαβάζω 137, 12/2/1986, σ.8-11 και Αράγης Γιώργος, "Γιώργος Θεοτοκάς", Η Μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Δ΄, σ.8-81. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Κακουλίδης Γιάννης

Καραγάτσης Μ.

O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν "Aς γελάσω".

Λαπαθιώτης Ναπολέων

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο "Νουμά" το ποίημα "Έκσταση". Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού "Ηγησώ", στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα "Εσπερινή" και το περιοδικό "Ελλάς" του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κ. Χρηστομάνο και τον Ά. Σικελιανό. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά "Δάφνη" και "Ανεμώνη" (1909-1910) με την εφημερίδα "Ελεύθερο Βήμα" (από το 1924) με το περιοδικό "Η Διάπλασις των παίδων" (1925), με το περιοδικό "Μπουκέττο" (1931), με τη "Νέα Εστία" (1933 -όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου), την "Πνευματική Ζωή" (1938) και τα Νεοελληνικά γράμματα (1940). Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή. Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν "Τα πρώτα ποιήματα" (1939). Εθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να πουλήσει τη βιβλιοθήκη του για βιοποριστικούς λόγους. Το 1944 αυτοπυροβολήθηκε στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού (νεανικά του πρότυπα στάθηκαν οι Walter Pater και Oscar Wilde). Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Έγραψε επίσης λογοτεχνικές μεταφράσεις και θεατρικά έργα ("Νέρων ο τύραννος", [1900], "Η τιμή της συζύγου" [1901], "Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα" [1908]) και ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη βλ. Γιώργος Παναγιώτου, "Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η εποχή του: χρονολογικός πίνακας", Περιοδικό "Η λέξη", τχ. 33, 3-4/1984, Αλίκη Παληοδήμου, "Ναπολέων Λαπαθιώτης: χρονοβιογραφία", Περιοδικό "Διαβάζω" τχ. 95, 30.5.1984, Τάσος Κόρφης, "Ναπολέων Λαπαθιώτης, συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του", Πρόσπερος, Αθήνα, 1985, Κατερίνα Κωστίου, "Λαπαθιώτης Ναπολέων", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1986, Ναπολέων Λαπαθιώτης, "Η ζωή μου· απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας", επιμ. Γιάννης Παπακώστας, α' έκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1986, β' έκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2009, Τάκης Σπετσιώτης, "Χαίρε Ναπολέων: Δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη", 'Αγρα, Αθήνα, 1999, Σωτήρης Τριβιζάς (επιμ. ), "Ναπολέων Λαπαθιώτης: μια παρουσίαση", Γαβιηλίδης (σειρά: "Εκ νέου"), Αθήνα, 2000, Μιχάλης Μ. Μερακλής, Ευδοκία Παραδείση, "Λαπαθιώτης Ναπολέων", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, Νίκος Σαραντάκος, επίμετρα στους συλλογές πεζογραφημάτων "Κάπου περνούσε μια ζωή", Ερατώ, Αθήνα, 2011, "Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες", Ερατώ, Αθήνα, 2011 και "Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες", Ερατώ, Αθήνα, 2013. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μελάς Σπύρος

Σπύρος Μελάς (1882 - 1966). Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο γιος πταισματοδίκη. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε, παιδί ακόμη, στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του καθώς από νωρίς τον τράβηξαν η δημοσιογραφία και η τέχνη. Ήδη στα είκοσί του χρόνια ήταν τακτικός συνεργάτης του "Άστεως" και αργότερα της "Ακρόπολης", όπου δημοσίευσε και λογοτεχνικά πρωτόλεια, επηρεασμένα από τη γαλλική επιφυλλιδογραφία. Συντάκτης σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες ("Εμπρός", "Ημερήσια Νέα", "Ημερήσιος Τηλέγραφος", "Καθημερινή", "Έθνος", "Ελευθερία", "Αθηναϊκά Νέα", κ.α.), χρονογράφος, ανταποκριτής σε ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και την Αίγυπτο και εκδότης των περιοδικών "Ιδέα" (1933-1934) και "Ελληνική Δημιουργία" (1948-1954), ασχολήθηκε παράλληλα με το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας. Σημαντικό ρόλο στη στροφή του στο θέατρο διαδραμάτισε η εμπειρία του από το Παρίσι, όπου έζησε κατά καιρούς για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πολυποίκιλη δραστηριότητά του κάλυψε χρονικά το πρώτο μισό του αιώνα μας και ο συγγραφέας πήρε ενεργό μέρος στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του. Με αφετηρία την προοδευτική πολιτική παράταξη οδηγήθηκε γύρω στο 1910 στον χώρο του σοσιαλισμού, στη συνέχεια στο κόμμα του Βενιζέλου και τέλος μέσω του περιοδικού "Ιδέα" στον χώρο του ελληνοκεντρικού ιδεοκρατισμού που ακολούθησε μια μερίδα της γενιάς του Τριάντα, όπου ανήκε και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Ακαδημαϊκός από το 1935 στράφηκε προς την ιδεολογική συντήρηση, γεγονός που προκάλεσε αντιφατικές γνώμες των συγχρόνων του για το πρόσωπό του. Τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του και την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο Βαλκανικό μέτωπο, κατέγραψε στους τόμους "Από τα ταξίδια μου", "Αμερική" και "Πολεμικές σελίδες". Το θεατρικό έργο του παρουσιάζει έντονα τα σημάδια από τη δραματουργία του Ίψεν και τη φιλοσοφία του Νίτσε, ενώ ο προσανατολισμός της γραφής του είναι σαφώς κοινωνικός. Ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης (1925) και της Ελευθέρας Σκηνής (1929 με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ), φοίτησε σε σκηνοθετικά εργαστήρια του Παρισιού το 1928 και το 1935 ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο θίασο Καινούριο Θέατρο της κυρίας Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Η σκηνοθετική του δραστηριότητα συνέβαλε στην ανανέωση του αθηναϊκού θεατρικού ρεπερτορίου και στην ευθυγράμμισή του με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα όπως "Ο γιος του ίσκιου", "Το κόκκινο πουκάμισο", "Το άσπρο και το μαύρο", "Μια νύχτα, μια ζωή", "Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται", "Παπαφλέσσας", κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση (στη νεανική του ηλικία), τη διηγηματογραφία και κυρίως με τη μυθιστορηματική ιστοριογραφία, όπου ξεχώρισε για τη γλαφυρότητα του ύφους του και την οικονομία της γραφής του. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Σπύρου Μελά βλ. Νέστωρ Μάτσας, "Σπύρος Μελάς", περιοδικό "Νέα Εστία", τ. Μ΄, τχ. 947 (Χριστούγεννα 1966), σ.13, Δημήτρης Γιάκος, "Μελάς Σπύρος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Χ.Δ. Γουνελάς, "Μελάς Σπύρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, "Σπύρος Μελάς", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο", τ. ΙΑ΄ (1900 - 1914), Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σελ. 326-343, και Αλέξης Ζήρας, Χριστίνα Λύσσαρη, "Μελάς Σπύρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σελ. 1378-79. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Μητσάκης Μιχαήλ

Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου "The Athens Review of Books", τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μοσκόβης Ε. Βασίλης

Μουρσελάς Κώστας

Ο Κώστας Μουρσελάς (1932-2017) γεννήθηκε στον Πειραιά. Εκεί τελειώνει και το λύκειο. Το 1951, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, συνελήφθη ως πρώην στέλεχος της ΕΠΟΝ και δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο της εποχής (υπόθεση Μπελογιάννη). Για χρόνια σπούδαζε βιολί, που το διέκοψε όταν άρχισε να τον θέλγει το θέατρο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική, αλλά λίγο πριν πάρει την άδεια δικηγόρου εγκατέλειψε τη δικηγορία και το 1959 διορίστηκε ως υπάλληλος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους όπου εργάστηκε ως το 1969, όταν τον απέλυσε η Χούντα. Έκτοτε αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά -και επαγγελματικά πια- στο γράψιμο. Έργα του παίχτηκαν από θιάσους του Ελεύθερου Θεάτρου, από το Εθνικό Θέατρο, από το Θέατρο Τέχνης, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από Δημοτικά Θέατρα, καθώς και από θιάσους του εξωτερικού (Γαλλία, Γερμανία, Κύπρος). Μερικοί τίτλοι γνωστών θεατρικών έργων του είναι: "Ενυδρείο", "Μαχαίρι στο κόκαλο", "Οι φίλοι", "Το αυτί του Αλέξανδρου", "Η κυρία δεν πενθεί", "Επικίνδυνο φορτίο", "Ω! τι κόσμος μπαμπά!", "Το δίκανο", "Ημιτελής συνουσία", κ.ά. Στο πλατύ κοινό έγινε γνωστός από τηλεοπτικές παρουσιάσεις έργων του ("Μικρές αγγελίες", "Σιγά η πατρίδα κοιμάται", "Το ρολόι") και από την περίφημη τηλεοπτική σειρά "Εκείνος και... Εκείνος", με πρωταγωνιστές τους Β. Διαμαντόπουλο και Γ. Μιχαλακόπουλο (130 θεατρικά μονόπρακτα). Το 1990 επανήλθε στην πεζογραφία εκδίδοντας το μυθιστόρημα "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά" (εκδ. "Κέδρος", οριστική έκδοση: "Ελληνικά Γράμματα", 2006, επανέκδοση: "Πατάκης", 2014), που οι πωλήσεις του ξεπέρασαν, συνολικά, τις διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα, μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και εβραϊκά και μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Ακολούθησαν διηγήματα, νουβέλες, καθώς και το μυθιστόρημα "Το παιχνίδι των τεσσάρων" (1998) που το συνέγραψε με τους Π. Τατσόπουλο, Γ. Σκούρτη και Α. Σουρούνη. Το 1999 εξέδωσε το μυθιστόρημα "Κλειστόν λόγω μελαγχολίας" (Κέδρος, β' έκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2010), που ξεπέρασε τις σαράντα χιλιάδες αντίτυπα και μεταφράστηκε στα τουρκικά. Τελευταία του βιβλία ήταν η συλλογή διηγημάτων "Ο πόθος καίει τα σωθικά" ("Κέδρος", 2004) και το μυθιστόρημα "Στην άκρη της νύχτας" (Πατάκης, 2011). Έγραψε, ακόμη, αισθητικά δοκίμια, καθώς και πολλές επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα "Τα Νέα", στη στήλη "Κουβεντιάζοντας". Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 15 Ιουλίου 2017, σε ηλικία 85 ετών.

Νάκου Λιλίκα

Λιλίκα Νάκου (1904-1989). Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχή�� έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Λιλίκας Νάκου βλ. Κοκκίνης Σπύρος, «Aνέκδοτη βιογραφία της Λιλίκας Νάκου», Πάροδος 7, 4/1991, σ.496-498, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Νάκου Λιλίκα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Νάκας Θανάσης, Συνέντευξη με τη Λιλίκα Νάκου, Τομές48, 5/1979, σ.4-15, Ζήρας Αλεξ., «Νάκου Λιλίκα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Παρίσης Νικήτας, «Λιλίκα Νάκου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.184-202. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Νιρβάνας Παύλος

Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη), γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά "Σφαίρα" και "Πρόνοια". Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου". Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες "Άστυ", "Ακρόπολη" και από το 1905 στην "Εστία" με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ("Τέχνη", "Παναθήναια", "Νέα Εστία", "Το Περιοδικόν μας", "Ασμοδαίος", "Μη χάνεσαι", κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Αθήναι" ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των Δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο "Παγά λαλέουσα" (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της "Τέχνης" του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παύλου Νιρβάνα βλ. Τέλλος Άγρας, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ.18, Πυρσός, 1932 (αναδημοσιεύεται στον τόμο Τέλλος Άγρας, "Κριτικά, Τρίτος τόμος", της σειράς "Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας", επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984), Γ. Βαλέτας, "Βιογραφικός-χρονολογικός πίνακας", στα "Άπαντα Παύλου Νιρβάνα", τ. Α΄, Αθήνα, 1967, Μ. Γ. Μερακλής, "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά-μεταπαλαμικοί: ανθολογία, γραμματολογία", Σοκόλης, 1977, Δημήτρης Γιάκος, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 7. Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μαριάννα Δήτσα , "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Σοκόλης, 1997, και Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Ευδοκία Παραδείση, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παναγιωτόπουλος Μ. Ι.

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982). Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ραυτόπουλος Δημήτρης

Ο κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος Δημήτρης Ραυτόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1924. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού. Από τα εφηβικά του χρόνια αναμίχθηκε στις κινήσεις της πολιτικής νεολαίας της Αριστεράς. Υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας "Ελεύθερη Ελλάδα" (1946-1947) και παράλληλα αρθρογραφούσε στο περιοδικό της ΕΠΟΝ "Νέα Γενιά" (1944-1945). Μετά τη χαλάρωση των μετεμφυλιακών μέτρων εργάστηκε στις εφημερίδες "Η Αυγή" (1952-1967), "Ελεύθερος", "Ώρα" (1955-1956). Μαζί με τον Κ. Κουλουφάκο, τον Τ. Πατρίκιο, τον Κ. Πορφύρη, κ.α. σχημάτισαν τη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Επιθεώρηση Τέχνης". Κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), ο Ραυτόπουλος διέφυγε στη Γαλλία. Εκεί εργάστηκε ως συντάκτης στο "Λεξικό Robert" και συμμετείχε στο αφιέρωμα του περιοδικού "Temps Modernes" για την Ελλάδα (1969), συνθέτοντας μία ανθολογία κειμένων από διωχθέντες συγγραφείς. Ιδιαίτερα διαπλαστική για τις πολιτικές θέσεις του και για τη μετέπειτα ιδεολογική εξέλιξή του ήταν η φιλική σχέση του με τον Άρη Αλεξάνδρου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι οξύτατες αντιδογματικές θέσεις του. Μετά τη μεταπολίτευση ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Ηριδανός", το οποίο με τα αφιερώματά του πραγματοποίησε ανοίγματα προς νέες τάσεις της λογοτεχνίας. Παράλληλα, έγραφε επιφυλλίδες στην "Αυγή" (1977-1980) και αργότερα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα "Απογευματινή" (1976-1981). Αποτελεί ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Εξέδωσε τα κριτικά έργα: "Οι ιδέες και τα έργα" (1965), "Τέχνη και εξουσία" (1985), "Κρίσιμη λογοτεχνία" (1986), "Σημεία στίξεως" (1987), "Άρης Αλεξάνδρου: ο εξόριστος" (1996), "Αναθεώρηση Τέχνης: η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της" (2006). Ο Ραυτόπουλος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μαρξιστικής κριτικής στη μεταπολεμική περίοδο. Με τα κείμενά του στην "Επιθεώρηση Τέχνης", αναδείχθηκε σε έναν από τους δυναμικότερους και σημαντικότερους νέους βιβλιοκριτικούς και μελετητές της μεταπολεμικής περιόδου. Παρά τις ακραίες, λόγω των πολιτικών συγκυριών, απόψεις του, απέφυγε συστηματικά τον δογματισμό. Υπήρξε διεισδυτικός, οξυδερκής, αιχμηρός στις τοποθετήσεις του και συχνά τολμούσε ρωμαλέα διατύπωση. Σταδιακά η ματιά του πλουτίστηκε από ένα ποιητικό φρόνημα. Το 1997 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου-κριτικής για το έργο του "Άρης Αλεξάνδρου: ο εξόριστος". Το 2008 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (προσφωνήθηκε από τον πρόεδρο του τμήματος, καθηγητή Αντώνη Ρεγκάκο, και την αναπληρώτρια καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας, Μαίρη Μικέ). Το 2009 τιμήθηκε με το βραβείο "Διδώ Σωτηρίου" της Εταιρείας Συγγραφέων για το σύνολο του έργου του. Το 2013 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων. Το 2017 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Ρεμούνδος Γιάννης

Ο Γιάννης Ρεμούνδος γεννήθηκε το 1950 στον Πειραιά, στο Κερατσίνι. Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή. Έζησε στη Δανία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γερμανία και αρκετό διάστημα στην Κρήτη, Χανιά και Ηράκλειο, απασχολούμενος σε διάφορες βιοποριστικές δουλειές που του άφηναν χρόνο για γράψιμο. Έχει δύο παιδιά. Τα παιδικά βιβλία βραβεύθηκαν από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, αντίστοιχα. Ασχολείται παράλληλα με τη φωτογραφία κι έχει κάνει εκθέσεις με ζωγραφισμένες και ψηφιακές φωτογραφίες.

Ροντήρης Δημήτρης

Σούκας Κώστας

Κώστας Σούκας (1899-1981). Ο Κώστας Σούκας γεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στον Πειραιά, γιος του Δημητρίου Σούκα και της Αντιγόνης Καψαμπέλη. Στη γενέτειρά του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, χρονογράφος και φιλολογικός συνεργάτης στον τοπικό και αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και ως υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και πήρε μέρος σε εκπαιδευτικό ταξίδι στα λιμάνια της Μεσογείου με το πολεμικό πλοίο Αβέρωφ. Υπήρξε επίσης ειδικός γραμματέας της Ένωσης Μηχανικών. Από το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Η ζωή του σημαδεύτηκε από το θάνατο των δύο παιδιών του και της γυναίκας του. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος Αποστόλης Καρλάς (με το ψευδώνυμο Κ.Χαλδαίος) το 1935. Γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε κυρίως με την έκδοση της νουβέλας Θάλασσα το 1943. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1957 για το έργο του Το ποινικό μητρώο μιας εποχής), το μετάλλιο πνευματικής αξίας του Δήμου Πειραιά και λίγες μέρες πριν το θάνατό του η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών του οργάνωσε τιμητική βραδιά, στην οποία ο Σούκας δε μπόρεσε να παρευρεθεί. Ο Κώστας Σούκας ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της γενιάς του μεσοπολέμου. Με σαφείς επιρροές από το έργο των Ντοστογιέφσκι και Μπερντιάγιεφ αλλά και από τη δημοσιογραφική πείρα του συγγραφέα, το έργο του κινείται στο χώρο του κοινωνικού ρεαλισμού με αξιόλογα ψυχογραφικά στοιχεία, είναι θεματικά εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών και των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά και σταθερά προσανατολισμένο γύρω από την αγωνία του συγγραφέα για την κατάκτηση και διατήρηση της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου, στα πλαίσια των κοινωνικών προβλημάτων. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Σούκα βλ. Γεράνης Στέλιος, «Σούκας Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παγανός Γ.Δ., «Κώστας Σούκας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.60-82. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Τζούμας Κωνσταντίνος

Τσαρούχης Γιάννης

Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )

Χαριτόπουλος Διονύσης

Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά στις 27 Αυγούστου 1947 και είναι Έλληνας συγγραφέας. Μεγάλωσε στις φτωχικές συνοικίες του Πειραιά, όπου και εργάσθηκε σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, στο λιμάνι και στα γύρω μηχανουργεία. Νωρίς εγκατέλειψε δυο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Εργάσθηκε στην διαφήμιση μέχρι το 1990. Υπήρξε σύζυγος της δημοσιογράφου Μαλβίνας Κάραλη.

Ψυχάρης Ν. Γιάννης

Γιάννης Ν. Ψυχάρης (1854-1929). Έλληνας φιλόλογος και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας. Σπούδασε φιλοσοφία, φιλολογία και γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και στη Γερμανία γερμανική φιλολογία, καθώς και μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία. Καθηγητής της έδρας της νεοελληνικής γλώσσας στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών στο Παρίσι. Το 1904 διαδέχθηκε τον καθηγητή του Εμίλ Λεγκράν στην Διεύθυνση της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Το 1886 ο Ψυχάρης ταξιδεύει στην Ελλάδα (ελεύθερη και σκλαβωμένη) και το 1888 γράφει το πεζογράφημα "Το ταξίδι μου". Μετά από "Το ταξίδι μου" δημοσίευσε μία σειρά από διηγήματα και μυθιστορήματα, και 6 τόμους με αναμνήσεις, κριτικές και επιστημονικές μελέτες, κάτω από το γενικό τίτλο "Ρόδα και μήλα".

Βεάκης Αιμίλιος

Γουρουντή Ανθή