Περιγραφή
ΒΑΡΕΘΗΚΑ
Δε βιάστηκα να φύγω, περίμενα ώσπου πέρασαν δυο τρία τρένα, ίσως και τέσσερα, δεν τα μετρούσα, γι’ αυτό περίμενα εξάλλου, να δω πώς τρέχει ο χρόνος -άκου τώρα- χωρίς, λέει, καθόλου μέτρημα, κανένα μέτρημα.
Για μια στιγμή φοβήθηκα, σαν να ‘χαν σταματήσει τα ρολόγια, μια φέτα ήλιος να ‘χε καρφωθεί στη δύση, και ο σφυγμός μου, ούτ’ αυτός, τίποτα δεν ακουγόταν.
Βαρέθηκα.