Availability: Σε Αποθεμα

… των δακρύων

SKU: 9789604773909

19,43

Κατηγορία:

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Οδός Πανός

Ημερ. Έκδοσης: 01/10/2019

Συγγραφέας: Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Καρκαβίτσας Ανδρέας, Γιαννακοπούλου Ντόρα, Γεωργουσόπουλος Κώστας, Ελευθερίου Μάνος, Σαμαράκης Αντώνης, Δημητρίου Φ. Σωτήρης, Αλεξίου Έλλη, Ταχτσής Κώστας, Πιερής Μιχάλης, Δήμου Νίκος, Κόντογλου Φώτης, Αγγελής Δημήτρης, Νάκου Λιλίκα, Κόκκινος Α. Διονύσιος, Κουμανταρέας Μένης, Ιατρίδη Ιουλία, Μελάς Σπύρος, Καραγάτσης Μ., Καζαντζάκη Γαλάτεια, Τσίρκας Στρατής, Ζέη Άλκη, Ακρίβος Κώστας, Μητσάκης Μιχαήλ, Αξιώτη Μέλπω, Στασινόπουλος Δ. Μιχαήλ, Βουτυράς Δημοσθένης, Μπαστιάς Κωστής, Χατζής Δημήτρης, Αθάνας Γεώργιος, Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., Γλέζος Πέτρος, Σούκας Κώστας, Δέρβη Λουκία, Πέτσα Βασιλική, Προβιάς Βαγγέλης
Ανθολόγος: Νιάρχος Θ. Θανάσης
ISBN: 978-960-477-390-9

Αριθμός Σελίδων : 408

Διαστάσεις : 21 x 14 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.

Καρκαβίτσας Ανδρέας

O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατ��ωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ' Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη "Το ταξίδι μου"), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα" (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη "Λυγερή" (1890) και κορυφαία έκφραση τον "Ζητιάνο" (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή "Τα λόγια της πλώρης" του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του "Ο αρχαιολόγος" (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Καλαντζοπούλου Βίκυ, "Καρκαβίτσας Ανδρέας", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4., Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Ξύδης Θεόδωρος, "Καρκαβίτσας Ανδρέας", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Σταυροπούλου Έρη, "Ανδρέας Καρκαβίτσας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας · από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο", τ. Η’ (1880-1900), σ.174-217, Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Τσούρας Νίκος Α., "Βιοχρονολόγιο του Αντρέα Καρκαβίτσα", περιοδικό "Νέα Εστία", τ. 128, ετ. ΞΔ΄, 15/9/1990, αρ.1517, σ.1199-1201. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Γιαννακοπούλου Ντόρα

H Nτόρα Γιαννακοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Mυτιλήνη. Mε το τέλος των θεατρικών της σπουδών στην Aθήνα θα παίξει και θα τραγουδήσει στο έργο "Ένας όμηρος" του Mπρένταμ Mπίαμ, που ανέβασε ο Λεωνίδας Tριβιζάς στο "Kυκλικό Θέατρο" με τραγούδια που είχε γράψει ο Mίκης Θεοδωράκης για το έργο. Tότε αρχίζει μια παράλληλη καριέρα στο θέατρο και στο τραγούδι, με σύγχρονες εμφανίσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στις πρώτες μπουάτ στην Πλάκα. Bγάζει δίσκους με τα τραγούδια του Όμηρου και συνεχίζει με την "Όμορφη πόλη" των Θεοδωράκη - Mποστ - Kακογιάννη και λίγο αργότερα με τις "Mικρές Kυκλάδες" του Oδυσσέα Eλύτη. Στη διάρκεια της Xούντας φεύγει στο εξωτερικό, όπου με μια μικρή ομάδα κάνει τουρνέ σε χώρες της Δυτικής και Aνατολικής Eυρώπης μ' ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα βασισμένο στη μουσική του Mίκη Θεοδωράκη. Mετά τη μεταπολίτευση σταματά σχεδόν αμέσως το θέατρο και το τραγούδι. "H πρόβα του νυφικού", που κυκλοφόρησε το Nοέμβριο του 1993, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο της γραπτό κείμενο, με δεύτερο ένα διήγημα στη "Λέξη" με τίτλο "O Πάπαρδος", δημοσιευμένο το Mάρτιο του 1995. Tο δεύτερο μυθιστόρημά της, "O μεγάλος θυμός", κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1996. Και τα δύο μυθιστορήματα έγιναν σειρές για την τηλεόραση, το πρώτο στον ΑΝΤ-1, το δεύτερο στο MEGA, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη. Τα υπόλοιπα μυθιστορήματά της είναι το "Με τα μάτια του έρωτα" (1999), "Oι τρεις χήρες" (2001), που έγινε σειρά στον ALPHA, "Αμαρτωλέ μου άγγελε" (2002), "Έρως μετ' εμποδίων" (2004), "Το μενταγιόν (2007), "Ένοχα μυστικά" (2009) και "Πεθαίνω για σένα" (2011). (φωτογραφία: Γιώργος Παυλίδης)

Γεωργουσόπουλος Κώστας

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1937. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Γιάννη Σιδέρη. Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 ολόκληρα χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Μπήκε στο στίβο της θεατρικής κριτικής το 1971 και εργάζεται ως κριτικός θεάτρου και επιφυλλιδογράφος μέχρι και σήμερα, ενώ εκτάκτως συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Κριτικά δοκίμια, επιφυλλίδες και σχόλιά του έχουν κυκλοφορήσει στους εξής τόμους: "Κλειδιά και Κώδικες Θεάτρου: Ι. Αρχαίο Δράμα (1982) ΙΙ. Ελληνικό θέατρο (1984)", "Οι πλάγιες ερωτήσεις του Πορφύριου" (1984), "Τα μετά το θέατρο" (1985) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), "Προσωπολατρία" (1992), "Θίασος Ποικιλιών" (1993), "Το νήμα της στάθμης" (1996), "Παγκόσμιο θέατρο: Ι. Από τον Μένανδρο στον Ίψεν (1998) ΙΙ. Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπρεχτ (1999) (Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών) ΙΙΙ. Από τον Μίλλερ στον Μύλλερ (2000)" Με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Αμήχανον Τέχνημα" (1971 & 1980), "Παράβαση" (1980), τα διηγήματα "Καμπάνα και Οδάξ" (1985), και τη συλλογή τραγουδιών, τα οποία έχουν μελοποιήσει γνωστοί συνθέτες ("Χρονικό", "Ιθαγένεια", "Η μεγάλη αγρυπνία", "Ανεξάρτητα Τραγούδια", "Μεταφυσική Τοπολογία"). Κύριος άξονας του μεταφραστικού του έργου είναι, το αρχαίο δράμα. Έχει μεταφράσει τα ακόλουθα έργα: "Ικέτιδες", "Ορέστεια", "Προμηθεύς Δεσμώτης", "Επτά επί Θήβας" (Αισχύλου), "Ηλέκτρα", "Αντιγόνη", "Αίας", "Τραχίνιες", "Οιδίπους Τύραννος", "Οιδίπους επί Κολωνώ" (Σοφοκλή), "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", "Ιφιγένεια εν Ταύροις", "Βάκχες", "Ηλέκτρα", "Ορέστης", "Εκάβη", "Κύκλωψ", "Τρωάδες", "Ελένη", "Ανδρομάχη", "Φοίνισσες" (Ευριπίδη), "Λυσιστράτη", "Πλούτος", "Νεφέλες", "Εκκλησιάζουσες", "Θεσμοφοριάζουσες", "Ιππής", "Όρνιθες" (Αριστοφάνη), "Ταρτούφος", "Ασυλλόγιστος", "Γιατρός με το ζόρι" (Μολιέρου). Συνέπραξε και συνεργάστηκε, επίσης, με τον καθηγητή - αρχαιολόγο κ. Σάββα Γώγο και ομάδα θεατρολόγων για τη συγγραφή του λευκώματος "Επίδαυρος: το αρχαίο θέατρο, οι παραστάσεις" (2002). Ακόμα, το σχολικό εγχειρίδιο "Δραματική Ποίηση" διδάχθηκε επί 25 έτη στα ελληνικά Γυμνάσια, ενώ διδακτέα ύλη σε σχολικά βιβλία του Λυκείου είναι οι μεταφράσεις του της "Αντιγόνης" και του "Οιδίποδα Τυράννου". Από το 1990 διδάσκει ως Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών. Έχει διατελέσει μέλος, αλλά και Πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και επί μία εικοσαετία Πρόεδρος της Επιτροπής Επιχορηγήσεων Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού. Είναι ιδρυτικό μέλος του "Κέντρου Έρευνας & Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος ΔΕΣΜΟΙ", του οποίου σήμερα είναι Πρόεδρος του Δ.Σ., είναι Αντιπρόεδρος της "Εταιρείας Συγγραφέων", μέλος της "Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων" και από τον Νοέμβριο του 2003 Πρόεδρος του Δ.Σ. του "Κέντρου Μελέτης & Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου - Θεατρικού Μουσείου". Το 2000 του απενεμήθη το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών, ενώ τον Ιούνιο του 2006 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το Μάρτιο του 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2008, από το Υπουργείο Πολιτισμού για το συνολικό του έργο.

Ελευθερίου Μάνος

Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρας το 1938. Είχε εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το "Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ο αιώνα, 1901-1921", καθώς και την ανθολογία "Ερμούπολη: μια πόλη στη λογοτεχνία" (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του "O καιρός των χρυσανθέμων" (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός είχε στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και είχε συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες. Το 2013 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του. Έφυγε από τη ζωή στις 22 Ιουλίου 2018, σε ηλικία 80 ετών.

Σαμαράκης Αντώνης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003). Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941). Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως ποιητής από τις στήλες των περιοδικών "Παιδικός κόσμος" και "Διάπλασις των Παίδων". Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στις σελίδες της "Νέας Εστίας" και άλλων περιοδικών, όπως το "Ξεκίνημα", και τα "Νεοελληνικά Γράμματα". Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό "Ακτίνες" μετά τον πόλεμο του 1940. Το 1954 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ζητείται ελπίς. Ακολούθησαν πέντε ακόμη βιβλία του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1962 για το "Αρνούμαι"), το Βραβείο των Δώδεκα - Έπαθλο Κώστα Ουράνη (1966 για "Το λάθος"), το Μέγα Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας στη Γαλλία (1970 για "Το λάθος"). Τιμήθηκε επίσης για τη συνολική προσφορά του από τη διοργάνωση Europalia (1982) και με το Σταυρό του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (1995). Μετά τη μεταπολίτευση δημοσίευσε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Διηγήματά του έγιναν σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Ταινία έγινε επίσης "Το λάθος" από τον Peter Fleischmann. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη τοποθετείται στο χώρο της κοινωνικής καταγγελίας. Μέσα από τα έργα του προβάλλει έντονη η αγωνία για την πορεία του σύγχρονου κόσμου, η κοινωνική συνείδηση και η ανθρωπιστική κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για την πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης και η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.α.). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Σαμαράκη βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης "Αντώνης Σαμαράκης", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67", Ζ΄, σ.54-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Ζήρας Αλεξ., "Σαμαράκης Αντώνης", "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παππάς Γιάννης Η., Σκιαθάς Αντώνης Δ., "Σχεδίασμα εργοβιογραφίας Αντώνη Σαμαράκη", Ελί-τροχος17-18 (Πάτρα), Χειμώνας - Άνοιξη 1999, σ.7-13. Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις): Ι. Διηγήματα "Ζητείται ελπίς· διηγήματα". Αθήνα, 1954. "Αρνούμαι". Αθήνα, Φέξης, 1961. "Το διαβατήριο". 1973. "Η κόντρα· διηγήματα". Αθήνα, 1992. ΙΙ.Μυθιστορήματα "Σήμα κινδύνου· μυθιστόρημα". Αθήνα, 1959. "Το λάθος· μυθιστόρημα"· Εξώφυλλο του χαράκτη Α.Τάσσου. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1965.

Δημητρίου Φ. Σωτήρης

Ο Σωτήρης Δημητρίου (1955-) γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος "Τα Νέα" (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του "Η βραδυπορία του καλού"), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου" ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους ("Αμέρικα" του Σάββα Καρύδα, "Απ' το χιόνι" του Σωτήρη Γκορίτσα, "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.) Εργογραφία: - "Ψηλαφήσεις", ποιήματα, Δωδώνη, 1985, - "Ντιάλιθ' ιμ, Χριστάκη", διηγήματα, Ύψιλον, 1987· 2η έκδ. Κέδρος, 1990, 4η έκδ. 1998, - "Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη", διηγήματα, Κέδρος, 1989, 4η έκδ. 1998, - "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου", μυθιστόρημα, Κέδρος, 1993, 9η έκδ. 1998, - "Η φλέβα του λαιμού", διηγήματα, 1998, 4η έκδ. 1999· βραβείο διηγήματος περιοδικού "Διαβάζω" 1999, - "Η βραδυπορία του καλού", διηγήματα, Πατάκης, 2001· βραβείο διηγήματος περιοδικού "Διαβάζω" 2002, - "Τους τα λέει ο Θεός", μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2002, - "Τα οπωροφόρα της Αθήνας", αφήγημα, Πατάκης, 2005, - "Σαν το λίγο το νερό", μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2007, - "Τα ζύγια του προσώπου", διηγήματα, Πατάκης, 2009, - "Η σιωπή του ξερόχορτου", νουβέλα, Πατάκης, 2011, - "Το κουμπί και το φόρεμα", διηγήματα, Πατάκης, 2012· βραβείο διηγήματος Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών, 2013 Μεταφράσεις: Στα Αγγλικά: - "Woof, Woof Dear Lord and Other Stories", [tr.by]: Leo Marshall, Athens: Kedros, 1995. - "May Your Name Be Blessed", [tr.by]: Leo Marshall. University of Birmingham: Centre For Byzantine, Ottoman & Modern Greek Studies, 2000. Στα Γερμανικά: "Lass es dir gut gehen", [tr.by]: Birgit Hildebrand. Koln: Romiosini, 1998. Στα Ολλανδικά: "Het ga je goed, Dimitris" [tr.by]: Hero Hokwerda. Eironingen, Styx Reblications 2000

Αλεξίου Έλλη

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-1988) Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων. Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Παπαγεωργίου Κώστας, «Έλλη Αλεξίου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.168-217. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, Σιμόπουλος Ηλίας, «Δασκαλάκη Έλλη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Φωσκαρίνης Θ., «Βιογραφία» (Έλλης Αλεξίου), Έλλη Αλεξίου · Μικρό αφιέρωμα, σ.291-294. Αθήνα, Καστανιώτης, 1979, του ιδίου, Δοκίμιο χρονογραφίας για την Έλλη Αλεξίου. Αθήνα, Καστανιώτης, 1982, και χ.σ., «Αλεξίου Έλλη», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ταχτσής Κώστας

Κώστας Ταχτσής (1927-1988). Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η "Συμφωνία του 'Μπραζίλιαν'" (1954) και το "Καφενείο 'Το Βυζάντιο'" (1956). Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας "Το παιδί και το δελφίνι" ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε "Το τρίτο στεφάνι", το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού "Πάλι" (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη "Δήλωση των 18" κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα "Το τρίτο στεφάνι", μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης. Ο συν-εκδότης του περιοδικού "Πάλι" Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό "Αντί", τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: "Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου": "Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. [...] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο "αριστοφανικός", δεν ήταν ποτέ "παρωδικός". Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς." Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ταχτσή βλ. Αλέξης Ζήρας, "Ταχτσής Κώστας", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, "Κώστας Ταχτσής", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67", Ζ΄, σ. 250-289, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Αλέξης Ζήρας, Γεωργία Θεοφάνη, "Ταχτσής Κώστας", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007 και την αυτοβιογραφία του: "Το φοβερό βήμα", Αθήνα, Εξάντας, 1989. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πιερής Μιχάλης

Ο Μιχάλης Πιερής γεννήθηκε το 1952 στην Εφταγώνια της Κύπρου. Σπούδασε φιλολογία και θέατρο στη Θεσσαλονίνη και στο Σίνδεϋ και δημοσίευσε αρκετές φιλολογικές και κριτικές μελέτες. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές στην εκδοτική σειρά του περιοδικού Πλανόδιον και μια θεατρική διασκευή του μεσαιωνικού Χρονικού της Κύπρου του Λεοντίου Μαχαιρά, το οποίο δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Δημοσίευσε (και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μιχάλης Εφταγωνίτης) ποιήματα και διηγήματα σε περιοδικά της Κύπρου. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, καταλανικά, ρωσικά και τουρκικά και έχει τιμηθεί με διακρίσεις σε χώρες του εξωτερικού. Έζησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Λεμεσό, τη Θεσσαλονίκη, στο Σίδνεϋ, στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο, στη Μελβούρνη και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Από το 1993 ζει μόνιμα στη Λευκωσία διδάσκοντας ποίηση και θέατρο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Δήμου Νίκος

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα, φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1953. Ακολούθησαν άλλα πενήντα πέντε (ποίηση, φιλοσοφία, πεζά, δοκίμια), που έχουν κάνει πολλές ανατυπώσεις. Γνωστότερα στο ευρύ κοινό είναι τα βιβλία όπου αναλύει και κρίνει την ελληνική πραγματικότητα: "Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας"-"Οι νέοι Έλληνες", "Η χαμένη τάξη", "Απολογία ενός ανθέλληνα" κ.ά. Πεζά: "Παρ' όλα αυτά", "Μικρά βήματα", "Το ημερολόγιο του καύσωνα", "Τολμηρές ιστορίες". Φιλοσοφία: "Ο δρόμος της επικοινωνίας", "Ο Έλληνας Βούδας", "Το απόλυτο και το τάβλι". Ποίηση: "Το βιβλίο των γάτων", "Ποιήματα 1950-1990". Τα τελευταία του βιβλία είναι αυτοβιογραφικά αφηγήματα. 'Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις ποιημάτων από αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, λατινικά κι έχει επίσης μεταφράσει τις "Φωνές του Μαρρακές" του Elias Canetti. Έχει μεταφραστεί μόνο σε γλώσσες που δεν γνωρίζει (ιταλικά, ισπανικά, βουλγαρικά, τουρκικά). Το 1962, άρχισε να εργάζεται στη διαφήμιση. Η εταιρία που ίδρυσε το 1965 ανέβηκε γρήγορα στις πρώτες θέσεις της ελληνικής αγοράς. Εκτός από τις επιτυχημένες εμπορικές διαφημίσεις, η εταιρία διακρίθηκε για τις κοινωφελείς πρωτοβουλίες της (π.χ. το σήμα "Δεν ξεχνώ" για την Κύπρο, ή τη Βιβλιοθήκη ΔΔ"). Το 1983 αποσύρθηκε από την επιχειρηματική δραστηριότητα για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο. Από το 1979 δημοσιογραφεί: επώνυμες στήλες στα περιοδικά "Επίκαιρα", "4Τροχοί", "Τέταρτο", "Φωτογράφος", "Status", "Odyssey", "RAM", και στις εφημερίδες "Το Βήμα", "Καθημερινή", "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία", "Έθνος της Κυριακής", "Lifo". Ήταν ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που δημιούργησε τηλεοπτικές εκπομπές. Συντόνιζε παλαιότερα την εκπομπή "Μια ταινία - μια συζήτηση". Επανήλθε το 1987 με την εκπομπή "Διάλογοι", το 1991 με τις "Περιπέτειες Ιδεών" και το 1999 με τις "Μεγάλες Παρεξηγήσεις". Στο ραδιόφωνο ανήκε στην ιδρυτική ομάδα του "9.84 FM". Αργότερα είχε εκπομπές και στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Στο ενεργητικό του έχει δύο δημοσιογραφικά βραβεία και δέκα παραιτήσεις. Από το 1950 φωτογραφίζει. Έχει δημοσιεύσει δύο φωτογραφικά άλμπουμ, έχει κάνει τρεις εκθέσεις φωτογραφίας και έχει κρατήσει φωτογραφικές στήλες σε περιοδικά. Από παλιά ενδιαφερόταν για την τεχνολογία (αυτήν που αποκαλεί "προεκτατική") με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτοκίνητα και υπολογιστές, με αποτέλεσμα, πολυετείς συνεργασίες με ειδικές στήλες σε περιοδικά αυτοκινήτου και πληροφορικής. Ήταν επίσης ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που απέκτησε δικό του τόπο στο Internet (www.ndimou.gr). Το 1997 το Δημοτικό Συμβούλιο της Ερμούπολης, πατρίδας της μητέρας του, τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη. Το 2000 τιμήθηκε με το μετάλλιο "Δημήτρης Μητρόπουλος".

Κόντογλου Φώτης

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ' ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και τον γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά, εξέδωσε το βιβλίο "'Εκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας", έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές. Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Με ζέση, γνώση, δυνατό λόγο, μα πάνω απ' όλα με μεγάλη καρδιά. Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.

Αγγελής Δημήτρης

Ο Δημήτρης Αγγελής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Είναι ποιητής και δοκιμιογράφος, διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του περιοδικού "Φρέαρ" και συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης "Ανθίβολα". Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, δοκίμια, μελέτες και διηγήματα. Έχει τιμηθεί με βραβείο μετάφρασης του Ιδρύματος Corda, με το Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών για την ποιητική συλλογή "Επέτειος" (το 2009), και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή "Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου" (το 2016, από κοινού με το βιβλίο "Η τρίτη γενιά" της Σοφίας Κολοτούρου). Στα ισπανικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του "Aniversario" και η ανθολογία ποιημάτων του "Si fuera tu noche".

Νάκου Λιλίκα

Λιλίκα Νάκου (1904-1989). Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχή�� έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Λιλίκας Νάκου βλ. Κοκκίνης Σπύρος, «Aνέκδοτη βιογραφία της Λιλίκας Νάκου», Πάροδος 7, 4/1991, σ.496-498, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Νάκου Λιλίκα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Νάκας Θανάσης, Συνέντευξη με τη Λιλίκα Νάκου, Τομές48, 5/1979, σ.4-15, Ζήρας Αλεξ., «Νάκου Λιλίκα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Παρίσης Νικήτας, «Λιλίκα Νάκου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.184-202. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Κόκκινος Α. Διονύσιος

Διονύσιος Α. Κόκκινος (1884-1967). Ο Διονύσιος Κόκκινος του Αντωνίου και της Αγγελικής γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Φοίτησε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς από νωρίς τον κέρδισαν η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία. Από το 1935 και για είκοσι χρόνια εργάστηκε ως διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1908 με τη δημοσίευση ενός διηγήματος στο "Νουμά" του Δ.Ταγκόπουλου και την ίδια περίοδο εξέδωσε την εφημερίδα "Μέλλον", ενώ παράλληλα συνέχισε να δημοσιεύει κριτικά άρθρα και χρονογραφήματα σε έντυπα της εποχής (όπως οι εφημερίδες "Ακρόπολις", "Καθημερινή", "Έθνος", "Πρωία") με διάφορα ψευδώνυμα, κυρίως τα Μακκαβαίος και Άριελ. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως οπλίτης και το 1914 εξέδωσε τέσσερις τόμους με εντυπώσεις του. Τιμήθηκε με το Βραβείο Ιστορίας της Ακαδημίας Αθηνών (για το ογκώδες ιστορικό έργο του "Ελληνική Επανάστασις") και το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1948, για τη συνολική προσφορά του). Το 1950 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα. Το λογοτεχνικό έργο του Διονύσιου Κόκκινου, πλούσιο σε ποσότητα καλύπτει τους χώρους του μυθιστορήματος, του διηγήματος, ενώ έγραψε και έργα για το θέατρο, από το οποία το μονόπρακτο "Η χαμένη" παραστάθηκε το 1939 από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Διονύσιου Κόκκινου βλ. Δόξας Τάκης, "Κόκκινος Α. Διονύσιος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, "Διονύσιος Α. Κόκκινος", στο έργο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας: από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. ΙΑ΄, 1900-1914, σ.377-394. Αθήνα: Σοκόλης, 1998, Ω., "Κόκκινος Διονύσιος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 14. Αθήνα: Πυρσός, 1930 και χ.σ., "Κόκκινος Διονύσιος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Κουμανταρέας Μένης

Ο Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών, χωρίς να ακολουθήσει συστηματικές πανεπιστημιακές σπουδές. Εργάστηκε επί είκοσι χρόνια σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Το 1961 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό "Ταχυδρόμος", και το 1962 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων "Τα μηχανάκια". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση "18 Κείμενα" και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη βάσει του νόμου "περί ασέμνου δημοσιεύμα-τος" για το έργο του "Το αρμένισμα"- ωστόσο, το 1972 πήρε την υποτροφία DAAD για το Βερολίνο. Μετά το 1982 ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη μετάφραση· μετέφρασε, μεταξύ άλλων, έργα των Λιούις Κάρολ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φώκνερ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1967, για το "Αρμένισμα") και δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1976, για τη "Βιοτεχνία υαλικών" και, 2002, για το "Δυο φορές Έλληνας"), καθώς και με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του, το 2008. 'Ηταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του ΔΣ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Βιβλία του μεταφράστηκαν σε δεκατρείς γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, αλβανικά, τουρκικά, ολλανδικά, ρωσικά, εσθονικά, λετονικά, εβραϊκά, και διηγήματά του σε διάφορες άλλες (κινεζικά, τσεχικά, κ.ά.). Το πιο πολυμεταφρασμένο βιβλίο του στο εξωτερικό είναι η "Κυρία Κούλα" και ακολουθούν η "Βιοτεχνία υαλικών", το "Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω", "Η φανέλα με το εννιά" και "Ο ωραίος λοχαγός", σύμφωνα με την ιστοσελίδα www.ekebi.gr. Έφυγε από τη ζωή με αδόκητο τρόπο: βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του στην Κυψέλη, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου 2014.

Ιατρίδη Ιουλία

Ιουλία Ιατρίδη (1914 - 1996). Η Ιουλία Ιατρίδη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του Ιωσήφ Μπουστίντουι, ισπανού αρχιμουσικού που διετέλεσε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για πολλά χρόνια. Σπούδασε ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια ισπανικών στο διδασκαλείο ξένων γλωσσών του πανεπιστημίου Αθηνών και ως δασκάλα βιολιού στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου για δεκαπέντε χρόνια · παράλληλα σταδιοδρόμησε ως σολίστ σε ευρωπαϊκές ορχήστρες. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1950 με δημοσιεύσεις διηγημάτων της στη Νέα Εστία. Δυο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο στο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος της εφημερίδας Herald Tribune της Νέας Υόρκης για το διήγημά της Όλη νύχτα μαζί (εκδόθηκε με τίτλο Η νύχτα του Μιχάλη) και εξέδωσε το βιβλίο Τρία Πρόσωπα (τρεις νουβέλες). Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο Κώστα Ουράνη (1959 για το μυθιστόρημα Καβαλλάρης στον άνεμο), το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας (1964 για το μυθιστόρημα Τα πέτρινα λιοντάρια), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας (1978 για τη μυθιστορηματική βιογραφία του Λόπε ντε Βέγκα με τίτλο Πυρίγονος), το βραβείο Μάθιους (1995 για το σύνολο του έργου της). Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική και θεατρική μετάφραση (Θερβάντες, Λόπε ντε Βέγκα, Βάλιε Ινκλάν, Τίρσο ντε Μολίνα, Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κ.α.) και τις διασκευές λογοτεχνικών έργων για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση (Κάφκα, Τσέχωφ, Ζιρωντού κ.α.). Συνεργάστηκε με το περιοδικό Ευθύνη, από τις στήλες του οποίου ασχολήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής της με το ζήτημα της ελληνικής γλώσσας. Υπήρξε αντιπρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας, καθώς επίσης μέλος του Πεν-Κλαμπ και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Πέθανε στην Αθήνα. Στο λογοτεχνικό έργο της Ιουλίας Ιατρίδη κυριαρχεί η θεματική γύρω από την προσπάθεια του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και το παράλογο της φθαρτής ζωής και να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ιουλίας Ιατρίδη βλ. Αφρουδάκης Άγγελος, «Ιουλία Ιατρίδη», Η μεταπολεμική πεζογραφία· Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Γ΄, σ.116-125. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Πετρής Τάσος Ν., «Ιατρίδη Ιουλία», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μελάς Σπύρος

Σπύρος Μελάς (1882 - 1966). Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο γιος πταισματοδίκη. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε, παιδί ακόμη, στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του καθώς από νωρίς τον τράβηξαν η δημοσιογραφία και η τέχνη. Ήδη στα είκοσί του χρόνια ήταν τακτικός συνεργάτης του "Άστεως" και αργότερα της "Ακρόπολης", όπου δημοσίευσε και λογοτεχνικά πρωτόλεια, επηρεασμένα από τη γαλλική επιφυλλιδογραφία. Συντάκτης σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες ("Εμπρός", "Ημερήσια Νέα", "Ημερήσιος Τηλέγραφος", "Καθημερινή", "Έθνος", "Ελευθερία", "Αθηναϊκά Νέα", κ.α.), χρονογράφος, ανταποκριτής σε ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και την Αίγυπτο και εκδότης των περιοδικών "Ιδέα" (1933-1934) και "Ελληνική Δημιουργία" (1948-1954), ασχολήθηκε παράλληλα με το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας. Σημαντικό ρόλο στη στροφή του στο θέατρο διαδραμάτισε η εμπειρία του από το Παρίσι, όπου έζησε κατά καιρούς για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πολυποίκιλη δραστηριότητά του κάλυψε χρονικά το πρώτο μισό του αιώνα μας και ο συγγραφέας πήρε ενεργό μέρος στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του. Με αφετηρία την προοδευτική πολιτική παράταξη οδηγήθηκε γύρω στο 1910 στον χώρο του σοσιαλισμού, στη συνέχεια στο κόμμα του Βενιζέλου και τέλος μέσω του περιοδικού "Ιδέα" στον χώρο του ελληνοκεντρικού ιδεοκρατισμού που ακολούθησε μια μερίδα της γενιάς του Τριάντα, όπου ανήκε και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Ακαδημαϊκός από το 1935 στράφηκε προς την ιδεολογική συντήρηση, γεγονός που προκάλεσε αντιφατικές γνώμες των συγχρόνων του για το πρόσωπό του. Τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του και την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο Βαλκανικό μέτωπο, κατέγραψε στους τόμους "Από τα ταξίδια μου", "Αμερική" και "Πολεμικές σελίδες". Το θεατρικό έργο του παρουσιάζει έντονα τα σημάδια από τη δραματουργία του Ίψεν και τη φιλοσοφία του Νίτσε, ενώ ο προσανατολισμός της γραφής του είναι σαφώς κοινωνικός. Ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης (1925) και της Ελευθέρας Σκηνής (1929 με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ), φοίτησε σε σκηνοθετικά εργαστήρια του Παρισιού το 1928 και το 1935 ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο θίασο Καινούριο Θέατρο της κυρίας Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Η σκηνοθετική του δραστηριότητα συνέβαλε στην ανανέωση του αθηναϊκού θεατρικού ρεπερτορίου και στην ευθυγράμμισή του με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα όπως "Ο γιος του ίσκιου", "Το κόκκινο πουκάμισο", "Το άσπρο και το μαύρο", "Μια νύχτα, μια ζωή", "Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται", "Παπαφλέσσας", κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση (στη νεανική του ηλικία), τη διηγηματογραφία και κυρίως με τη μυθιστορηματική ιστοριογραφία, όπου ξεχώρισε για τη γλαφυρότητα του ύφους του και την οικονομία της γραφής του. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Σπύρου Μελά βλ. Νέστωρ Μάτσας, "Σπύρος Μελάς", περιοδικό "Νέα Εστία", τ. Μ΄, τχ. 947 (Χριστούγεννα 1966), σ.13, Δημήτρης Γιάκος, "Μελάς Σπύρος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Χ.Δ. Γουνελάς, "Μελάς Σπύρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, "Σπύρος Μελάς", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο", τ. ΙΑ΄ (1900 - 1914), Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σελ. 326-343, και Αλέξης Ζήρας, Χριστίνα Λύσσαρη, "Μελάς Σπύρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σελ. 1378-79. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Καραγάτσης Μ.

O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν "Aς γελάσω".

Καζαντζάκη Γαλάτεια

Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Η μόρφωσή της προήλθε από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τη φοίτησή της σε γαλλικό σχολείο. Το 1911 παντρεύτηκε το Νίκο Καζαντζάκη, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το Μάρκο Αυγέρη. Ιδεολογικά εντάχτηκε από νεανική ηλικία (γύρω στο 1920) στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Πέθανε μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον που δημοσίευσε στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περιοδικού Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα Γυναίκες σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση τη Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και στόχο την απομυθοποιητική (ομολογουμένως μονομερή) απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Γαλάτειας Καζαντζάκη βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Καζαντζάκη Γαλάτεια", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Αφιέρωμα ·Γαλάτεια Καζαντζάκη · Εις μνήμην. Αθήνα, 1964, Καστρινάκη Αγγέλα, "Γαλάτεια Καζαντζάκη", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.422-446. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, "Καζαντζάκη Γαλάτεια", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Τσίρκας Στρατής

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ (1911-1980) Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του), γιος του Κώστα και της Περσεφόνης Χατζηαντρέα, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου για ένα χρόνο και από το 1929 ως το 1939 σε μια εταιρεία βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο, αρχικά ως λογιστής και στη συνέχεια ως διευθυντής των εκκοκιστηρίων. Το 1933 πέθανε ο πατέρας του από φυματίωση. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική οργάνωση "Ligue Pacifiste" και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την "Αντιφασιστική Πρωτοπορία". Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη, με την οποία ταξίδεψε στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία και την Ελλάδα και απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γεν. 1957). Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε μέρος (ανάμεσα στους Μπέρτολντ Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα και άλλους) στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού, στο Παρίσι, και έγραψε μαζί με τον Χιούς τον όρκο στον Λόρκα, που προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν και υπογράφτηκε από σαράντα συγγραφείς. Από το 1939 ως το 1963 έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως διευθυντής βυρσοδεψείου (έφυγε για λίγους μήνες το 1942 όταν ο Ρόμμελ απείλησε την πόλη). Το 1943 έγινε καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η γνωριμία του με το Γιώργο Σεφέρη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς αρνήθηκε να αποκηρύξει το έργο του "Η Λέσχη", που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα. Το 1963 έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έγινε μέλος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Το 1969 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στη σύνταξη του αντιδικτατορικού τόμου "18 Κείμενα" με το διήγημα "Αλλαξοκαιριά". Συμμετείχε επίσης στον τόμο "Νέα Κείμενα" (1970) και στα "Νέα Κείμενα 2". Πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο σε ηλικία 69 χρόνων από ανεύρυσμα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Έλλην" - αργότερα όργανο του ΕΑΣ -, "Κυπριακά Γράμματα", "Ελεύθερα Γράμματα", "Αλεξανδρινή Λογοτεχνία", "Πάροικος", "Φωνή", "Επιθεώρηση Τέχνης", "Αυγή", "Ταχυδρόμος", "Συνέχεια". Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας για το έργο του "Ο Καβάφης και η εποχή του" (1959) και με το Βραβείο Κριτικών και Εκδοτών της Γαλλίας για τις "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1972). Ο Στρατής Τσίρκας τοποθετείται ανάμεσα στη μεσοπολεμική και μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής πεζογραφίας και το έργο του συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γενέτειρά του, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1927 με μεταφράσεις των Μυσσέ, Χάινε και Σίλλερ στα περιοδικά "Μπουκέτο" και "Οικογένεια" και τη δημοσίευση του πρώτου του πεζογραφήματος με τίτλο "Το φεγγάρι" στο περιοδικό "Παναιγυπτία". Το 1930 δημοσίευσε το πεζογράφημα "Μεσημεριάτικο" στο περιοδικό "Πρωτοπορία" και το πρώτο του ποίημα, με τίτλο "Pot pouri", στο περιοδικό "Αλεξανδρινή Τέχνη". Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον Κ.Π. Καβάφη. Το 1937 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή "Φελλάχοι", όπου υπέγραψε για πρώτη φορά με το όνομα Στρατής Τσίρκας. Ως το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ασχολήθηκε με την ποίηση και το διήγημα. Γνωστός έγινε κυρίως μετά την έκδοση της βιογραφίας "Ο Καβάφης και η εποχή του" και της μυθιστορηματικής τριλογίας "Ακυβέρνητες Πολιτείες", που δίχασαν τους κριτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσαν ζυμώσεις στο χώρο της αριστερής διανόησης. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Στρατή Τσίρκα βλ. Προκοπάκη Χρύσα, "Στα ίχνη του Στρατή Τσίρκα· σχεδίασμα χρονολογίου", Αθήνα, Κέδρος, 1985· Παπαλέξης Ηρακλής, "Χρονολόγιο Στρατή Τσίρκα (1911-1980)", Διαβάζω τ. 171, 15/7/1987, σ.10-16, Ζήρας Αλέξης, "Τσίρκας Στρατής", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Αργυρίου Αλέξανδρος, "Στρατής Τσίρκας", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του 1967", Ζ΄, σ. 290-377. Αθήνα, Σοκόλης, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ζέη Άλκη

Η Άλκη (Αγγελική) Ζέη (15 Δεκεμβρίου 1923 - 27 Φεβρουαρίου 2020) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, παρακινούμενη από την Διδώ Σωτηρίου. Ενώ φοιτούσε στη δραματική σχολή το 1943 γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο, θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου (1913-1990), με τον οποίο παντρεύτηκε το 1945. Το 1948, ύστερα από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, ο σύζυγός της διέφυγε στην Τασκένδη. Η Ζέη προσπάθησε να τον ακολουθήσει αλλά τη συνέλαβαν και την εξόρισαν στη Χίο λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων. Ύστερα από προσπάθειες έξι ετών, και αφού έμεινε για καιρό στην Ιταλία, το 1954 επανασυνδέθηκε με τον σύζυγο της στην Τασκένδη. Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα, όπου σπούδασε στο τμήμα σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας και απέκτησε δύο παιδιά, την Ειρήνη που εργάζεται ως διερμηνέας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Πέτρο που είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου και εργάζεται στην Ελλάδα. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα για να ξαναφύγει πάλι το 1967, με την κήρυξη δικτατορίας -αυτή τη φορά για το Παρίσι- και να επιστρέψει οριστικά όταν έπεσε η απριλιανή χούντα. Όπως περιγράφει γλαφυρά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της "Με μολύβι φάμπερ νούμερο 2", ασχολήθηκε από μικρή με το γράψιμο ενώ στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει για το κουκλοθέατρο. Μαθήτρια ακόμα, έγραψε μια σειρά διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Νεανική Φωνή", περιοδικό για νέους που ανάμεσα στους συνεργάτες του συγκαταλεγόταν ο Τάσος Λιγνάδης και ο Μάριος Πλωρίτης. Κατά την παραμονή της στη Σοβιετική Ένωση, έγραψε διηγήματα που τα έστειλε στην Ελλάδα και δημοσιεύτηκαν στην "Επιθεώρηση Τέχνης" και αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο "Αρβυλάκια και γόβες". Πρώτο της μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, ήταν το "Καπλάνι της βιτρίνας". Το "Καπλάνι" εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο και ύστερα από τον Κέδρο, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε η πρώτη της μεγάλη συγγραφική επιτυχία. Ακολούθησαν, όλα από τον Κέδρο, "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου", "Κοντά στις ράγες", "Ο θείος Πλάτων", "Μια Κυριακή του Απρίλη", "Τα παπούτσια του Αννίβα", "Η μωβ ομπρέλα", που αγαπήθηκαν από τα παιδιά στην Ελλάδα και το εξωτερικό. "Το Καπλάνι της Βιτρίνας", "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου" και το "Κοντά στις ράγες" βραβεύτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες με το Βραβείο Μίλντρεντ Μπάτσελντερ 1974,1974 και 1976, που δίνεται στο καλύτερο μεταφρασμένο παιδικό βιβλίο. Στον Κέδρο εξέδωσε το 1987 το πρώτο της μυθιστόρημα για ενηλίκους, την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα", που επίσης αγαπήθηκε πολύ και πούλησε περισσότερα από 135.000 αντίτυπα. Μετέφρασε βιβλία από τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα ρωσικά. Έγραψε επίσης δύο θεατρικά έργα για παιδιά, τον "Κεραμυδοτρέχαλο" και τον "Βασιλιά Ματία τον Πρώτο". Το 1992 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, το 2002 με το βραβείο Giuseppe Acerbi (Καστέλ Γκοφρέντο, Ιταλία) για την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα", το 2003 με το βραβείο Εφηβικού Βιβλίου του περιοδικού "Διαβάζω" για το βιβλίο της "Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της" και το 2010 με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το 2008 ήταν υποψήφια για το διεθνές βραβείο παιδικής λογοτεχνίας Άστριντ Λίντνγκρεν. Το 2012 αναγορεύθηκε επίτιμη διδάκτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου και το 2015 επίτιμη διδάκτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα τελευταία βιβλία της, όλα με μεγάλη επιτυχία, ήταν "Ο ψεύτης παππούς" (2017), που έγινε σειρά στην τηλεόραση, "Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;" (2017), "Η βιβλιοθήκη της Άλκης Ζέη" (2018) και "Ένα παιδί από το πουθενά" (2019). Έφυγε από τη ζωή "πλήρης ημερών" το βράδυ της 27 Φεβρουαρίου 2020, σε ηλικία 96 ετών.

Ακρίβος Κώστας

Ο Κώστας Ακρίβος (1958, Γλαφυρές Βόλου) έχει εκδώσει μέχρι στιγμής δώδεκα αφηγηματικά βιβλία, ετοίμασε τρεις ανθολογίες, συμμετείχε σε διάφορα συλλογικά έργα και πήρε μέρος στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων. Από το 1983 διδάσκει φιλολογικά μαθήματα σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στην οποία διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. κατά τη διετία 2001-3. Αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο για θέματα βιβλίου και πνευματικής παραγωγής. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) στα προγράμματα Συγγραφείς στα Σχολεία και Λέσχες Ανάγνωσης. Διευθύνει τη σειρά "Μια Πόλη στη Λογοτεχνία" (εκδόσεις Μεταίχμιο).

Μητσάκης Μιχαήλ

Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου "The Athens Review of Books", τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αξιώτη Μέλπω

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973). Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα. 1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Άπαντα Μέλπως Αξιώτη Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Αξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Ελεγμίτου Ελένη, «Χρονολόγιο Μέλπως Αξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω 311, 12/5/1993, σ.34-46 και Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.262-301. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Στασινόπουλος Δ. Μιχαήλ

Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1903-2002). Ο Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1924) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή (1934). Εισηγητής, πάρεδρος και σύμβουλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος (1966) του Συμβουλίου Επικρατείας, πραγματοποίησε παράλληλα και ακαδημαϊκή καριέρα ξεκινώντας από τη θέση του υφηγητή Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διατελώντας διαδοχικά έκτακτος, τακτικός καθηγητής και Πρύτανης (1951-1957) της Παντείου, επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων του Μπορντώ και του Παρισιού. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην Τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και ένα χρόνο αργότερα απομακρύνθηκε από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, λόγω της καταγγελίας του δικτατορικού καθεστώτος των συνταγματαρχών ως παράνομου. Με τη μεταπολίτευση εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Επικρατείας και μετά το δημοψήφισμα έγινε πρόεδρος της δημοκρατίας για έξι μήνες. Το επιστημονικό συγγραφικό έργο του Στασινόπουλου συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής νομολογίας στο χώρο του διοικητικού δικαίου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα και εκδότης του επιστημονικού περιοδικού "Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου". Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του περιοδικού "Η Διάπλασις των Παίδων", με δημοσιεύσεις στίχων και πεζογραφημάτων, αρχικά με το ψευδώνυμο Μεσσηνιακή Ακτή και αργότερα με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, επίσημα ωστόσο εμφανίστηκε το 1920 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεων από γάλλους ποιητές στο περιοδικό "Μούσα", ενώ ποιήματα, πεζογραφήματα, δοκίμια και ταξιδιωτικά κείμενα δημοσίευσε σε διάφορα αθηναϊκά έντυπα, κυρίως στη "Νέα Εστία". Το 1949 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή που είχε τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησε η συλλογή "Ποιήματα - Δύο εποχές" (1979), ενώ εξέδωσε επίσης το μυθιστόρημα "Η δίκη" και το παιδικό πεζογράφημα "Η συντροφιά μας", ταξιδιωτικά κείμενα και δοκίμια. Στο χώρο της μετάφρασης ασχολήθηκε με συγγραφείς όπως οι Μαίτερλιγκ, Μορεάς, Ανρί Μπατάιγ, Ντωντέ, Ζιντ και άλλοι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Στασινόπουλου βλ. Τέλλος Άγρας, "Στασινόπουλος Μιχ. Δ.", στη "Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια", τ. 22. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Θεόδωρος Ξύδης, "Στασινόπουλος Μιχαήλ", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 12, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Κώστας Στεργιόπουλος (επιμ.), "Μιχ. Δ. Στασινόπουλος" στο "Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία-γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση", Αθήνα, Σοκόλης, 1980, και χ.σ., "Στασινόπουλος Μ. Δ.", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 9α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βουτυράς Δημοσθένης

Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλέξ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Πολιτάρχης Γ.Μ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Τσοκόπουλος Βάσιας, «Χρονικό της ζωής του Δημοσθένη Βουτυρά», Δημοσθένης Βουτυράς· ΆπανταΑ΄, σ.9-50. Αθήνα, Δελφίνι, 1994. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μπαστιάς Κωστής

Μπαστιάς Κωστής (1901-1972). Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πεζογραφία, τη δημοσιογραφία και το θέατρο. Για πολλές δεκαετίες υπήρξε στο κέντρο των πολιτιστικών και πολιτικών γεγονότων ασκώντας την επιρροή του ως εκδότης, αρχισυντάκτης ή χρονογράφος μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και ως γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1937-1941), της Λυρικής Σκηνής (1940-41 και 1959-1963) και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία αρχίζει στην Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1925 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης και διευθυντής των εφημερίδων Δημοκρατία και Εσπέρα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Συνεργάζεται επίσης με τον Ελεύθερο Τύπο του Χρ. Καβαφάκη, την Πρωία των αδελφών Πεσμαζόγλου, την Εστία των αδελφών Κύρου, την Καθημερινή του Γ. Α. Βλάχου και κυρίως τη Βραδυνή του Δ. Αραβαντινού από το 1936 ως το 1972. Το 1927 εκδίδει το μαχητικό περιοδικό της δημοτικής Ελληνικά Γράμματα, όπου στεγάζει την ομάδα του Αλέξανδρου Δελμούζου μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1935 την ημερήσια ανεξάρτητη εφημερίδα Ηχώ της Ελλάδος με αρχισυντάκτη τον ανθολόγο της ελληνικής ποίησης Ηρακλή Αποστολίδη και το 1964 το εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό Άλφα. Το 1923, όταν είναι μόλις 22 ετών, η Κυβέλη ανεβάζει το θεατρικό έργο του Πέτρα σκανδάλου με θέμα τον Α. Δελμούζο και το πρότυπο παρθεναγωγείο Βόλου. Το 1924 και 1925 η Μαρίκα Κοτοπούλη αν��βάζει άλλα δύο θεατρικά έργα του. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930, ο Γεώργιος Παπανδρέου τον διορίζει γενικό γραμματέα με διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Αποχωρεί από το θέατρο το Δεκέμβριο του 1934, μετά το θάνατο του Πολίτη αλλά επανέρχεται τον Οκτώβριο του 1935, μία εβδομάδα πριν την ανατροπή της κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη, ως εισηγητής δραματολογίου. Το 1937, ο Ιωάννης Μεταξάς του αναθέτει τη γενική διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Κατά την παραμονή του στο Εθνικό καθιερώνει τα φεστιβάλ αρχείου δράματος, προωθεί τις απόψεις του για την παρουσίαση των αρχαίων τραγικών στα αρχαία θέατρα με παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το 1938, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, χρησιμοποιεί το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ανεβάζοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη. Δημιουργεί το Βασιλικό Θεσσαλονίκης (1940) και ιδρύει τη Λυρική Σκηνή (1940). Δημιουργεί επίσης το περιοδεύον θέατρο Άρμα του Θέσπιδος (1939), τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (1937) και εγκαινιάζει τον θεσμό των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων (1939) και της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο (1938). Το μεγάλο του όνειρο, η καθιέρωση του Εθνικού Θεάτρου ως ένα από τα σημαντικότερα θέατρα της Ευρώπης, πραγματοποιείται το 1939 με τις ιστορικές τουρνέ: Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Βερολίνο. Οι αγγλικές εφημερίδες συγκρίνουν το Εθνικό με την Comedie Francaise, το Θέατρο Τέχνης του Στανισλάφσκι στη Μόσχα και το θέατρο Habima. Συγκεκριμένα, οι Times του Λονδίνου γράφουν: «Σε καμμιά χώρα η θεατρική σκηνή δεν χρωστά περισσότερα στην ενεργητικότητα, τον ενθουσιασμό και την γνώση ενός ανθρώπου, όσο η ελληνική σκηνή οφείλει στον Κωστή Μπαστιά». Από τη λογοτεχνική του εργασία θα πρέπει να αναφέρουμε: Στεριές και θάλασσες (1932), Τ’ Αλιευτικά (1935), Οι άνθρωποι και τα ζώα (1939), Λιμάνια (1939), Μηνάς ο Ρέμπελος, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1939), Η Μπουμπουλίνα (1944), Αράχνη 44 (1946), Ο Παπουλάκος (1951), Νέον Κυριακοδρόμιον (1956) και το δοκίμιο Ο Παπαδιαμάντης (1962). Με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, παραιτείται από το Εθνικό Θέατρο. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται διότι ασκεί «φιλοαγγλική προπαγάνδα». Μετά την Κατοχή αναχωρεί για τη Νέα Υόρκη, όπου θα μείνει για οκτώ χρόνια (1946 - 1954) ως ανταποκριτής της Βραδυνής στον Ο.Η.Ε. Με την επιστροφή του, θα αναλάβει πάλι τη γενική διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής (1959) και θα μετακαλέσει τη Μαρία Κάλλας για να ανεβάσει στην Επίδαυρο τις ιστορικές πλέον παραστάσεις της Νόρμας (1960) και της Μήδειας (1961). Το 1961 θα αναλάβει επίσης, ταυτοχρόνως με τη Λυρική, και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και θα φροντίσει για την αγορά του οικοπέδου της Αγίας Παρασκευής και την ανέγερση του ραδιομεγάρου. Βιβλιογραφία: Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, τόμοι 2, Αθήνα, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Χατζής Δημήτρης

Δημήτρης Χατζής (1913-1981). Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, γιος του Γεώργιου Χατζή, ποιητή (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν) και εκδότη της εφημερίδας Ήπειρος , και της Αθηνάς το γένος Κυριακοπούλου από το Αίγιο. Είχε έξι αδέρφια. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει το 1930 μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογένειάς του. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο (Ζωσιμαία Σχολή) και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους. Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και υπηρέτησε την ιδεολογία του στα Γιάννενα. Ένα χρόνο αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά και το δικτατορικό καθεστώς τον εξόρισε στη Φελέγανδρο (επέστρεψε το 1937). Μετά την έισοδο των Γερμανών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο · συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό τύπο και στη συνέχεια με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία παρέμεινε ως υπέυθυνος σύνταξης ως το κλείσιμό της (1947). Το καλοκαίρι του 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, (που έγινε η δεύτερη πατρίδα του · εκεί έμεινε για τριάντα περίπου χρόνια και έκανε τον πρώτο του γαμο), όπου μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Με τη βοήθεια του προηγουμένου πραγματοποίησε ερευνητική εργασία και διδακτορική διατριβή με θέμα Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, με υποτροφία στην Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου. Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της βυζαντινής φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa. Το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί την ουγγρική υπηκοότητα και ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι, κατόπιν πιέσεων της γαλλικής αστυνομίας να ζητήσει πολιτικό άσυλο όμως, αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο και γύρισε στη Βουδαπέστη. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1975, όταν ακυρώθηκαν οι δυο καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία, που τον βάρυναν από την εποχή του εμφυλίου. Το 1975 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με μεγάλη επιτυχία · μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν. Από το 1975 ως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του). Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποιά απέκτησε μια κόρη την Ελένη - Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων. Οι πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες του Δημήτρη Χατζή τοποθετούνται γύρω στο 1930, οπότε άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες της Ηπείρου. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του "Η Φωτιά". Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές διηγημάτων και ένα ακόμη μυθιστόρημα, καθώς επίσης πολλά δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, που παρέμειναν ανέκδοτα. Το έργο του τοποθετείται στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ανήκει στους ανανεωτές ρεαλιστές συγγραφείς της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας με κυρίαρχο στοιχείο της γραφής του τον κοινωνικό προβληματισμό. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η συχνά έντονα λυρική διάσταση του λόγου του και η ιδιαίτερη προσοχή που έδωσε στη γλωσσική του έκφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Χατζή βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χατζής Δημήτρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, «Χρονολόγιο Δημήτρη Χατζή (1913-1981)», Διαβάζω 180, 9/12/1987, σ.34-38 και Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του ‘67 Η΄, σ.172-249. Αθήνα, Σοκόλης, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αθάνας Γεώργιος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987) Ο Γιώργος Αθάνας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Αθανασιάδη - Νόβα) γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αδερφός του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη - Νόβα, λογοτέχνη, δημοσιογράφου και κριτικού. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία για εικοσιπέντε χρόνια, ως συνεργάτης των εφημερίδων Ακρόπολις, Πολιτεία, Αθηναϊκή και Νέος Κόσμος. Σταδιοδρόμησε ως πολιτικός, αρχικά ως βουλευτής με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων (του Ιωάννη Μεταξά) και στη συνέχεια με το Προοδευτικό Κόμμα (του Γεωργίου Καφαντάρη), το Κόμμα των Φιλελευθέρων και την Ένωση Κέντρου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής, Yπουργός Εσωτερικών, Παιδείας, Βιομηχανίας, Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ενώ τον Ιούλιο του 1965 έγινε πρωθυπουργός, παραιτήθηκε ωστόσο λίγες μέρες αργότερα μετά από καταψήφιση της κυβέρνησής του από τη Βουλή. Την περίοδο 1965-1966 διετέλεσε αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Στο χώρο της λογοτεχνίας είναι γνωστός κυρίως ως ποιητής. Η γραφή του κινείται στο χώρο του λυρισμού με θέματα αντλημένα από την αγροτική ζωή της Ρούμελης. Τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή διηγημάτων του Απλοϊκές Ψυχές (1931). Πέθανε στην Αθήνα. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Αθάνα βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Αθάνας Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968 και χ.σ., «Αθανασιάδης - Νόβας Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παναγιωτόπουλος Μ. Ι.

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982). Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γλέζος Πέτρος

Πέτρος Γλέζος (1902-1996). Ο Πέτρος Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου, γιος του κτηματία Δημήτρη Γλέζου, ο οποίος πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν εννιά ετών, και της Καλλιόπης Ζευγώλη. Είχε εφτά αδέρφια. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη χώρα της Νάξου και -μετά το θάνατο του πατέρα του- στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του. Τέλειωσε το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργάστηκε ως αντιγραφέας σε δικηγορικό γραφείο, ως διορθωτής στην Καθημερινή του Γεωργίου Βλάχου και τα Χρονικά του Κώστα Κοτζιά και ως υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως δικηγόρος και ως υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας και της Αγροτικής Τράπεζας. Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Αθήνας και της επαρχίας, κυρίως με τη Νέα Εστία, το Βήμα και την Ελευθερία. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1977 για τη συλλογή διηγημάτων Τα θαμπά μάτια) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986 για τη συλλογή διηγημάτων Τα απομνημονεύματα ενός κυρίου). Από το 1980 και για σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και δανέζικα. Πέθανε στην Αθήνα το 1996, την ίδια χρονιά με τη σύζυγο και δια βίου σύντροφό του, την ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1920 με τη δημοσίευση του ποιήματος Απριλιάτικη νύχτα στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Την ίδια περίοδο έδωσε μια διάλεξη με τίτλο Ελληνικό Φως, για την οποία βραβεύτηκε από την Περιηγητική Λέσχη και το 1936 δημοσίευσε το διήγημα Οικογένεια στο περιοδικό Νέα Εστία και με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλμάς, το οποίο διατήρησε ως το 1949. Παρά το μακρόχρονο της ζωής του και τον πλούτο των εμπειριών του, ο Πέτρος Γλέζος, που βίωσε τα ιστορικά γεγονότα που σφράγισαν τον ελλαδικό χώρο, από τη μικρασιατική καταστροφή ως τη δικτατορία του ’67 και τη μεταπολίτευση, σπάνια και μόνο υπαινικτικά αναφέρεται στον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο τον ηρώων των έργων του. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι να μεταδώσει την υπαρξιακή τους αγωνία, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την πίεση των εξωτερικών γεγονότων και στην οποία υποτάσσονται σιωπηλά, με κάποια πικρία ίσως αλλά χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από χαμηλών τόνων ευαισθησία, έμφαση στη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και νοσταλγία για το παρελθόν που χάνεται. Γενικότερα το έργο του Πέτρου Γλέζου αν και στο μεγαλύτερο μέρος του τοποθετείται χρονικά στη μεταπολεμική περίοδο της ελληνικής πεζογραφίας, συνεχίζει μάλλον την παράδοση της ελληνικής ψυχογραφικής ηθογραφίας που ξεκίνησε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα με κορυφαίους εκπροσώπους τον Γεώργιο Βιζυηνό και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συνεχίστηκε με συγγραφείς όπως ο Παύλος Νιρβάνας ή ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Γλέζου βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Γλέζος Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μενδράκος Τάκης, «Πέτρος Γλέζος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Γ΄, σ.160-174. Αθήνα, Σοκόλης, 1992 και .χ.σ., «Γλέζος Πέτρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σούκας Κώστας

Κώστας Σούκας (1899-1981). Ο Κώστας Σούκας γεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στον Πειραιά, γιος του Δημητρίου Σούκα και της Αντιγόνης Καψαμπέλη. Στη γενέτειρά του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, χρονογράφος και φιλολογικός συνεργάτης στον τοπικό και αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και ως υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και πήρε μέρος σε εκπαιδευτικό ταξίδι στα λιμάνια της Μεσογείου με το πολεμικό πλοίο Αβέρωφ. Υπήρξε επίσης ειδικός γραμματέας της Ένωσης Μηχανικών. Από το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Η ζωή του σημαδεύτηκε από το θάνατο των δύο παιδιών του και της γυναίκας του. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος Αποστόλης Καρλάς (με το ψευδώνυμο Κ.Χαλδαίος) το 1935. Γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε κυρίως με την έκδοση της νουβέλας Θάλασσα το 1943. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1957 για το έργο του Το ποινικό μητρώο μιας εποχής), το μετάλλιο πνευματικής αξίας του Δήμου Πειραιά και λίγες μέρες πριν το θάνατό του η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών του οργάνωσε τιμητική βραδιά, στην οποία ο Σούκας δε μπόρεσε να παρευρεθεί. Ο Κώστας Σούκας ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της γενιάς του μεσοπολέμου. Με σαφείς επιρροές από το έργο των Ντοστογιέφσκι και Μπερντιάγιεφ αλλά και από τη δημοσιογραφική πείρα του συγγραφέα, το έργο του κινείται στο χώρο του κοινωνικού ρεαλισμού με αξιόλογα ψυχογραφικά στοιχεία, είναι θεματικά εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών και των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά και σταθερά προσανατολισμένο γύρω από την αγωνία του συγγραφέα για την κατάκτηση και διατήρηση της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου, στα πλαίσια των κοινωνικών προβλημάτων. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Σούκα βλ. Γεράνης Στέλιος, «Σούκας Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παγανός Γ.Δ., «Κώστας Σούκας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.60-82. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Δέρβη Λουκία

Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων "Κακός χαρακτήρας" (2004), τη νουβέλα "Ομπρέλες στον ουρανό" (2009), (υποψήφια για το βραβείο νουβέλας/ διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω"), και το μυθιστόρημα "Group therapy" (2013) από τις εκδόσεις Μελάνι. Το τελευταίο βιβλίο της είναι τα διηγήματα "Αλλού, στο πουθενά" (Μελάνι, 2015).

Πέτσα Βασιλική

Η Βασιλική Πέτσα γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1983. Σπούδασε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Θεωρίες του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το "Θυμάμαι", το πρώτο της βιβλίο, κυκλοφόρησε το 2011. Διήγημά της με τίτλο "4 χρόνια, 2 μήνες, 1 ημέρα" έχει δημοσιευθεί στον συλλογικό τόμο "Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει", εκδόσεις "Ιανός", 2009. Τον Δεκέμβριο του 2011 έλαβε μέρος στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών που διοργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, στο Ίδρυμα Κακογιάννη.

Προβιάς Βαγγέλης

Γεννήθηκε στον Βόλο το 1973. Εργάζεται ως κειμενογράφος και δημιουργικός διευθυντής στην διαφήμιση. Είναι εισηγητής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Ζει στο Παγκράτι.