Availability: Σε Αποθεμα

15 διηγήματα από την Αντίσταση

SKU: 9786188700666

14,58

Κατηγορία:

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Εκδόσεις Ειρήνη

Ημερ. Έκδοσης: 27/09/2024

Περιγραφή

15 διηγήματα της περιόδου 1943-1945, από 15 σπουδαίους Έλληνες πεζογράφους, εμπνευσμένα από την αντίσταση του ελληνικού λαού στον ξένο κατακτητή.

«Δίπλα σε όλους τους τίμιους Έλληνες πήρανε επάξια μέρος στην Εθνική Αντίσταση κι οι λογοτέχνες μας. Στην απόλυτη πλειοψηφία τους –έξω από λίγες εξαιρέσεις που τις συνοδεύει η γενική περιφρόνηση– στάθηκαν πιστά παιδιά του λαού μας και συναγωνιστές στο σκληρό αγώνα για τη λευτεριά του. Έριξαν κι αυτοί το βόλι τους στη μεγάλη μάχη της ανθρωπότητας για τη συντριβή του φασισμού. Έδωσαν κι αίμα και θυσίες για το λυτρωμό του ανθρώπου από κάθε σκλαβιά. Για να ξαναπάρει η ζωή την ομορφιά που της έκλεψαν οι εχθροί κάθε καλού και δίκιου, πολέμησαν και πολεμούν ακόμα κι αυτοί δίπλα σε όλον τον λαό. Και μέσα στης μάχης την αντάρα, σαν πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες δεν ξέχασαν και τον άλλο, τον κύριο προορισμό τους. Δεν ξέχασαν την τέχνη τους. Την έκαναν τραγούδι και ποίημα, διήγημα και θέατρο».
[από τον πρόλογο της έκδοσης]

Συγγραφέας: Σφακιανάκης Γ. Γιάννης, Ρώτας Βασίλης, Καζαντζάκη Γαλάτεια, Παπά Γ. Κατίνα, Ξεφλούδας Στέλιος, Καστανάκης Θράσος, Βενέζης Ηλίας, Λαμπρινός Γιώργος, Αλεξίου Έλλη, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, Λουντέμης Μενέλαος, Σούκας Κώστας, Κορνάρος Θέμος, Αξιώτη Μέλπω, Βουτυράς Δημοσθένης
ISBN: 978-618-87006-6-6

Πρώτη Έκδοση : 01/12/1982

Αριθμός Σελίδων : 202

Διαστάσεις : 21 x 14 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Γλώσσα : Ελληνικά

Γλώσσα Πρωτοτύπου : Ελληνικά

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Σφακιανάκης Γ. Γιάννης

Ρώτας Βασίλης

Βασίλης Ρώτας (1889-1977). Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε στο Χιλιομόδι του νομού Κορινθίας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Συνιδρυτής της Φοιτητικής Συντροφιάς το 1910. Υπηρέτησε στους βαλκανικούς πολέμους ως Έφεδρος Αξιωματικός και κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου κλείστηκε στα στρατόπεδα του Γκαίρλιτς και του Βέρλ. Πολέμησε επίσης στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ενώ κατά τη διετία 1921-1922 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Αποστρατεύτηκε το 1927 σε διαθεσιμότητα και με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και το θέατρο. Βασικός συνεργάτης του περιοδικού του Κωστή Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα και ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937), που έκλεισε η δικτατορία του Μεταξά, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο (στο οποίο δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Μάρκος Αυγέρης, ο Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη και ο Μάνος Κατράκης) και το Θέατρο στο Βουνό (1944, με τη συνεργασία μελών της ΕΠΟΝ). Πέθανε στην Αθήνα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1908 από τις σελίδες του Νουμά, ενώ άρθρα, χρονογραφήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες δημοσίευσε στον παράνομο τύπο, στα Καλλιτεχνικά Νέα, τα Ελεύθερα Νέα, τα Νεοελληνικά Γράμματα, τη Βραδυνή, την Πρωία, την Εστία και μεταπολεμικά (1961-1965) στο περιοδικό Θέατρο του Κ.Νίτσου και στο Λαϊκό Λόγο (1965-1967). Δημοσίευσε επίσης ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, ενώ στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου πέρασε και για το σημαντικό μεταφραστικό έργο του των απάντων του William Shakespeare, ενώ ιστορική έμεινε η μετάφρασή του από την κωμωδία του Αριστοφάνη Όρνιθες για την παράσταση του 1961 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στο σύνολο του συγγραφικού έργου του Βασίλη Ρώτα, πρωτότυπου και μεταφραστικού κυριαρχεί ο ιδιόμορφος δημοτικιστικός λόγος του, εμπνευσμένος από το δημοτικό τραγούδι και η λαϊκή ρομαντική κοσμοθεωρία του, καθώς επίσης επιρροές από το λαϊκό θέατρο του Καραγκιόζη, τη σαιξπηρική δραματουργία και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Βασίλη Ρώτα βλ. Ζήρας Αλεξ. - Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Ρώτας Βασίλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Βασίλης Ρώτας (1889-1977)· Πρόλογος- Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου - Επιμέλεια ύλης: Ελένη Βασιλοπούλου. Αθήνα, 1979. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καζαντζάκη Γαλάτεια

Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Η μόρφωσή της προήλθε από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τη φοίτησή της σε γαλλικό σχολείο. Το 1911 παντρεύτηκε το Νίκο Καζαντζάκη, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το Μάρκο Αυγέρη. Ιδεολογικά εντάχτηκε από νεανική ηλικία (γύρω στο 1920) στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Πέθανε μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον που δημοσίευσε στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περιοδικού Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα Γυναίκες σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση τη Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και στόχο την απομυθοποιητική (ομολογουμένως μονομερή) απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Γαλάτειας Καζαντζάκη βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Καζαντζάκη Γαλάτεια", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Αφιέρωμα ·Γαλάτεια Καζαντζάκη · Εις μνήμην. Αθήνα, 1964, Καστρινάκη Αγγέλα, "Γαλάτεια Καζαντζάκη", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.422-446. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, "Καζαντζάκη Γαλάτεια", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παπά Γ. Κατίνα

Κατίνα Παπά (1903-1957). Η Κατίνα Παπά γεννήθηκε στο χωριό Γιαννιτσάτες στη Βόρειο Ήπειρο. Εκεί πέρασε τα παιδικά και μέρος των εφηβικών χρόνων της. Μετά από διώξεις ελλήνων από τουρκαλβανούς στην περιοχή, η οικογένεια Παπά κατέφυγε στην Κέρκυρα, όπου η Κατίνα τέλειωσε την Ιόνιο Ακαδημία με άριστα και τιμήθηκε με το χρυσούν μετάλλιο World Douglas. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών (1924-1925). Μετεκπαιδεύτηκε στην Αυστρία (1930-1932), το Μόναχο και το Βερολίνο (1938-1939) με υποτροφίες του Υπουργείου Παιδείας και ειδικεύτηκε στην Ψυχολογία και τη Θεραπευτική αγωγή. Στη Βιέννη παρακολούθησε μαθήματα του Alfred Adler. Το 1933 παρακολούθησε σχολικά προγράμματα για παιδιά με ειδικές ανάγκες στην Ιταλία. Εργάστηκε στο Στ΄ Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών, όπου ίδρυσε τον πρώτο Παιδαγωγικό Συμβουλευτικό Σταθμό, που λειτούργησε από το 1933 και ως την παραίτησή της το 1954. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1935 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Στη συκαμιά από κάτω, για την οποία τιμήθηκε με το Βικελαίο έπαθλο της Ακαδημίας Αθηνών. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Νέα Εστία, η Ηπειρωτική Εστία και με την εφημερίδα Κερκυραϊκά Νέα. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 54 χρόνων. Όσο ζούσε εξέδωσε μόνο μια ακόμη συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Αν άλλαζαν όλα. Μετά το θάνατό της κυκλοφόρησε το χρονικό Σ’ένα Γυμνάσιο Θηλέων και η συλλογή ποιημάτων της Ποιήματα, και τα δύο με φροντίδα της αδερφής της ζωγράφου Αγλαΐας Παπά. Διηγήματά της μεταφράστηκαν και ανθολογήθηκαν στη Γερμανία. Ανέκδοτο παρέμεινε μεγάλο μέρος του έργου της, δοκίμια, μελέτες και ένα θεατρικό έργο με τίτλο Ο ξένος. Η Κατίνα Παπά ανήκει στη μεσοπολεμική γενιά της ελληνικής λογοτεχνίας. Το πεζογραφικό της έργο τοποθετείται στα πλαίσια της προσπάθειας της γενιάς του Τριάντα για ανανέωση του παραδοσιακού αφηγηματικού λόγου και απεμπλοκή από τις φόρμες της ηθογραφίας, με βασικά χαρακτηριστικά του τη βαθιά ψυχολογική προσέγγιση των χαρακτήρων, το λυρισμό, τη συναισθηματική φόρτιση της συγγραφέως, τη συμμετοχή της στα συναισθήματα των ηρώων της, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, την αξιοσημείωτη ευλυγισία στην επεξεργασία της πλοκής και στη γλωσσική έκφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Κατίνας Παπά βλ. Μέλμπεργκ Μαργαρίτα. «Κατίνα Παπά», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ζ΄, σ.8-26. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ξεφλούδας Στέλιος

Καστανάκης Θράσος

Βενέζης Ηλίας

Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973). Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ηλία Βενέζη βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη (1904-1973)», Διαβάζω 337, 8/6/1994, σ.38-44, Αργυρίου Αλεξ., «Βενέζης Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.334-376. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Λαμπρινός Γιώργος

Αλεξίου Έλλη

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-1988) Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων. Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Παπαγεωργίου Κώστας, «Έλλη Αλεξίου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.168-217. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, Σιμόπουλος Ηλίας, «Δασκαλάκη Έλλη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Φωσκαρίνης Θ., «Βιογραφία» (Έλλης Αλεξίου), Έλλη Αλεξίου · Μικρό αφιέρωμα, σ.291-294. Αθήνα, Καστανιώτης, 1979, του ιδίου, Δοκίμιο χρονογραφίας για την Έλλη Αλεξίου. Αθήνα, Καστανιώτης, 1982, και χ.σ., «Αλεξίου Έλλη», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία

Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη (1904-1977). Η Σοφία Μαυροειδή γεννήθηκε στο χωριό Φουρνή Μεραμβέλλου της ανατολικής Κρήτης. Η οικογένειά της ήταν πολύ φτωχή. Αποφοίτησε με πολλές δυσκολίες από την Παιδαγωγική Ακαδημία του Ηρακλείου και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση στην Κρήτη για τρία χρόνια. Στη συνέχεια έφυγε για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1930) και παράλληλα φοίτησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με καθηγητή τον Λουί Ρουσσέλ, ο οποίος ενθάρρυνε την κλίση της στα γράμματα και μετέφρασε ένα ποίημά της που δημοσίευσε στο Λιμπρ το 1928. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό "Νεοελληνικά Γράμματα" του Ηρακλείου. Το 1930 παντρεύτηκε τον ποιητή και αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Κώστα Παπαδάκη και ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε ως καθηγήτρια στη Χαροκόπειο σχολή Οικιακής Οικονομίας στην Καλλιθέα. Από τότε και ως τα τελευταία χρόνια της ζωής της εργάστηκε σε διάφορες σχολές, δημόσιες και ιδιωτικές, όπου δίδαξε κυρίως Νεοελληνική Λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου διώχτηκε για λόγους πολιτικών φρονημάτων (μέλος του ΕΛΑΣ και άλλων πολιτικών οργανώσεων, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και δημοσίευσε κείμενά της στον παράνομο Τύπο). Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή, που είχε τίτλο "Ώρες αγάπης". Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η "Πνοή", ο "Λόγος", η "Νέα Εστία", η "Νεοελληνική Λογοτεχνία", η "Φιλολογική Ζωή", τα "Ελεύθερα Γράμματα" και εφημερίδες. Ασχολήθηκε επίσης με την παιδική λογοτεχνία, το θέατρο, τη λογοτεχνική και θεατρική κριτική, τη μελέτη και την ταξιδιωτική πεζογραφία, ενώ σημαντική υπήρξε και η μεταφραστική της δραστηριότητα. Ειδικότερα, κράτησε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στο περιοδικό του Μελή Νικολαϊδη "Πνευματική Ζωή" από το 1938 ως το 1939, τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στο περιοδικό "Νεοελληνική Λογοτεχνία" από το 1939 ως το 1940. Στην "Πνευματική Ζωή" δημοσίευσε επίσης εκτενή μελέτη για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Συνεργάστηκε επίσης με παιδικά περιοδικά όπως τα "Ελληνόπουλο", "Θησαυρός του παιδιού" και "Το σπίτι του παιδιού" και την παιδική εγκυκλοπαίδεια "Για σας παιδιά", ενώ κυκλοφόρησε παιδικά διηγήματα και μυθιστορήματα. Τιμήθηκε με το Βραβείο Εθνικής Αντιστάσεως για την ποιητική συλλογή της "Της Νιότης και της Λευτεριάς" (1946). Πέθανε στην Αθήνα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, "Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Δημήτρης Γιάκος, "Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη", περιοδικό "Νέα Εστία" τχ. 102, ετ. ΝΑ΄, 15/7/1977, αρ.1201, σ.956-957, Δημήτρης Γιάκος, "Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Κώστας Στεργιόπουλος (επιμέλεια), "Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη", στο "Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία", Αθήνα, Σοκόλης, 1980, σ. 582-583. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Λουντέμης Μενέλαος

Μενέλαος Λουντέμης (1906-1977) Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Πόλης που χρεοκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Σε παιδική ηλικία έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας, σύντομα όμως μπήκε στη βιοπάλη (γραμματοδιδάσκαλος, ψάλτης, εργάτης στα τεχνικά έργα του Γαλλικού ποταμού). Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του "Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Πέθανε στην Αθήνα, ενώ οδηγούσε, από καρδιακή προσβολή. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1930 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων στο περιοδικό "Νέα Εστία". Το 1938 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Τα πλοία δεν άραξαν", για την οποία τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο της Χρυσής Δάφνης Πανευρώπης ( Παρίσι, 1951). Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον "ερασιτεχνικό" τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Παρόλα αυτά στο σύνολο του έργου του δεσπόζει η τάση του να στρέφεται εξ' ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο-αφηγητή (που συνήθως παραπέμπει στον ίδιο το συγγραφέα), που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και το οποίο μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Το έργο του είναι έντονα επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Κνουτ Χάμσουν, Μαξίμ Γκόρκι, Παναΐτ Ιστράτι κ.α.): ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία που αγγίζει κάποτε το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Σε έργα του όπως το "Συννεφιάζει" και το "Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα" αξιοσημείωτη είναι η ψυχογραφική τεχνική του που δημιουργεί ολοκληρωμένους, ζωντανούς χαρακτήρες, οι οποίοι συναπαρτίζουν μια ολόκληρη μικρή κοινωνία, και η αφηγηματική δύναμη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μενέλαου Λουντέμη βλ. Ζήρας Αλεξ., "Λουντέμης Μενέλαος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, "Μενέλαος Λουντέμης", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε΄, σ.232-252. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σούκας Κώστας

Κώστας Σούκας (1899-1981). Ο Κώστας Σούκας γεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στον Πειραιά, γιος του Δημητρίου Σούκα και της Αντιγόνης Καψαμπέλη. Στη γενέτειρά του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, χρονογράφος και φιλολογικός συνεργάτης στον τοπικό και αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και ως υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και πήρε μέρος σε εκπαιδευτικό ταξίδι στα λιμάνια της Μεσογείου με το πολεμικό πλοίο Αβέρωφ. Υπήρξε επίσης ειδικός γραμματέας της Ένωσης Μηχανικών. Από το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Η ζωή του σημαδεύτηκε από το θάνατο των δύο παιδιών του και της γυναίκας του. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος Αποστόλης Καρλάς (με το ψευδώνυμο Κ.Χαλδαίος) το 1935. Γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε κυρίως με την έκδοση της νουβέλας Θάλασσα το 1943. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1957 για το έργο του Το ποινικό μητρώο μιας εποχής), το μετάλλιο πνευματικής αξίας του Δήμου Πειραιά και λίγες μέρες πριν το θάνατό του η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών του οργάνωσε τιμητική βραδιά, στην οποία ο Σούκας δε μπόρεσε να παρευρεθεί. Ο Κώστας Σούκας ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της γενιάς του μεσοπολέμου. Με σαφείς επιρροές από το έργο των Ντοστογιέφσκι και Μπερντιάγιεφ αλλά και από τη δημοσιογραφική πείρα του συγγραφέα, το έργο του κινείται στο χώρο του κοινωνικού ρεαλισμού με αξιόλογα ψυχογραφικά στοιχεία, είναι θεματικά εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών και των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά και σταθερά προσανατολισμένο γύρω από την αγωνία του συγγραφέα για την κατάκτηση και διατήρηση της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου, στα πλαίσια των κοινωνικών προβλημάτων. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Σούκα βλ. Γεράνης Στέλιος, «Σούκας Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παγανός Γ.Δ., «Κώστας Σούκας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.60-82. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Κορνάρος Θέμος

Θέμος Κορνάρος (1906-1970). Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε στη Σίββα της Μεσσαράς στην Κρήτη. Λόγω της φτώχειας της οικογένειάς του μπήκε από μικρός στη βιοπάλη και ταξίδεψε ανά την Ελλάδα ασκώντας διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Όταν έφτασε στην πρωτεύουσα προσπάθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, δεν τα κατάφερε όμως γιατί παράλληλα δούλευε εργάτης στο χτίσιμο του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί γνωρίστηκε με τον Κωστή Μπαστιά και μέσω αυτού με τον Φώτο Πολίτη, που δέχτηκε με ενθουσιώδεις κριτικές τα πεζογραφήματά του Το Άγιον Όρος και Σπιναλόγκα (1933). Συνέχισε να δουλεύει ως εργάτης ως το 1944, οπότε συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου ως την Απελευθέρωση. Οι κακουχίες του είχαν και συνέχεια: καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο χρόνων με αφορμή το κείμενό του Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία (στραμμένο εναντίον αρχιεπισκόπου), συνελήφθη το 1947 και εξορίστηκε ως το 1952. Την εκδοτική του δραστηριότητα ξανάρχισε μετά το 1955 και ως το 1960 κυκλοφόρησε τέσσερα πεζογραφήματα και δύο τόμους ταξιδιωτικών εντυπώσεων και επιμελήθηκε δυο ανθολογιών αντιστασιακής λογοτεχνίας με τίτλους Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού και Αρματωμένη Ελλάδα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέοι Πρωτοπόροι, Ελεύθερα Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή. Ταξίδεψε στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Σοβιετική Ένωση και σε χώρες των βαλκανίων. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου. [Για τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του δεν έχουμε στοιχεία, παρά μόνο πως αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, καθώς οι εκδοτικοί οίκοι δεν σεβάστηκαν τα συγγραφικά του δικαιώματα. Ασαφής παραμένει επίσης ο λόγος του θανάτου του, ενώ δεν υπάρχουν χειρόγραφά του]. Στην Κρήτη εξέδωσε και το πρώτο του πεζογράφημα με τίτλο Έρωτας ή αναιστησία. Το πεζογραφικό έργο του Θέμου Κορνάρου τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία της γενιάς του μεσοπολέμου. Το έργο του είναι στρατευμένο, έχει τη μορφή ντοκουμέντου καταγγελίας, κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής και της άμεσης καταγραφής προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα με έντονα πολεμικό ύφος. Παράλληλα αν και ο Κορνάρος ήταν ενταγμένος στην Αριστερά, ο προβληματισμός του στα πρώτα του έργα ξεπερνούσε τα στενά όρια της πολιτικής και υπαγορευόταν από το γενικότερο ανθρωπιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό του συγγραφέα. Με το πέρασμα του χρόνου οδηγήθηκε (κυρίως μετά το 1935) στο διδακτισμό και την αυστηρή ιδεολογική στράτευση, διατήρησε ωστόσο αμείωτη τη δεινότητα της αφηγηματικής του τεχνικής. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Αργυρίου Αλεξ., «Θέμος Κορνάρος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε’, σ.122-134. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, Ζήρας Αλεξ., «Κορνάρος Θέμος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Καμπάνης Φάνης, «Κορνάρος Θέμος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αξιώτη Μέλπω

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973). Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα. 1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Άπαντα Μέλπως Αξιώτη Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Αξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Ελεγμίτου Ελένη, «Χρονολόγιο Μέλπως Αξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω 311, 12/5/1993, σ.34-46 και Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.262-301. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βουτυράς Δημοσθένης

Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλέξ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Πολιτάρχης Γ.Μ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Τσοκόπουλος Βάσιας, «Χρονικό της ζωής του Δημοσθένη Βουτυρά», Δημοσθένης Βουτυράς· ΆπανταΑ΄, σ.9-50. Αθήνα, Δελφίνι, 1994. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).