Ο Κονσταντίν Λεόντιεφ (25 Ιανουαρίου 1831 – 24 Νοεμβρίου 1891) ήταν Ρώσος φιλόσοφος, πολέμιος των επιρροών της Δύσης και υποστηρικτής των στενότερων πολιτιστικών δεσμών μεταξύ Ρωσίας και Ανατολής, ιδιαίτερα της Κίνας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κτήμα του πατέρα του στο Κουντίνοβο, στο κυβερνείο της Καλούγκα. Ο πατέρας του, ένας ευγενής Ρώσος, ήταν αξιωματικός του στρατού, αλλά απολύθηκε λόγω «ανυπότακτης συμπεριφοράς». Ο Κονσταντίν Λεόντιεφ τελείωσε την Ιατρική σχολή στη Μόσχα και υπηρέτησε ως γιατρός στον Κριμαϊκό πόλεμο. Το 1861, στη Θεοδοσία της Κριμαίας «έκλεψε» την κόρη ενός Έλληνα εμπόρου, την οποία και νυμφεύτηκε. Αργότερα υπηρέτησε ως Ρώσος πρόξενος στο ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην «ελληνική Ανατολή» – στην Κρήτη, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλονίκη, μέρη που δεν ήταν τότε ελληνικά, καθώς και στην Αδριανούπολη, στην παραδουνάβια Τούλτσα και στην Κωνσταντινούπολη, αφιερώνοντας τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή μυθιστορημάτων. Το καλοκαίρι του 1871 αρρώστησε από χολέρα και δυσεντερία και, αφού προσευχήθηκε στην Παναγία και της υποσχέθηκε να γίνει μοναχός, θεραπεύτηκε. Αργότερα, το ίδιο φθινόπωρο, εγκαταστάθηκε στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Όρους. Το 1880, μετακινήθηκε στην Επιτροπή λογοκρισίας στη Μόσχα, όπου δημοσίευσε αρκετές αναλύσεις των μυθιστορημάτων του Λέοντα Τολστόι. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Λεόντιεφ έχασε την πίστη του στην ικανότητα της Ρωσίας να δημιουργήσει έναν νέο, ιδιαίτερο πολιτιστικό τύπο. Προέβλεψε ότι η Γερμανία θα γινόταν αρκετά ισχυρή ώστε να διεξαγάγει ακόμη και δύο πολέμους εναντίον της Ρωσίας και ότι και η Κίνα θα απειλούσε τελικά την ισχύ της πατρίδας του. Πέθανε ως μοναχός στις 24 Νοεμβρίου 1891 στο Sergiyev Posad από πνευμονία. (Πηγή: "Εκδόσεις Αρμός", 2024)