Availability: Σε Αποθεμα

Ελληνικά διηγήματα

Μετά των εικόνων των συγγραφέων

SKU: 9789601611280

22,73

Κατηγορία:

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Εκδόσεις Πατάκη

Ημερ. Έκδοσης: 01/08/2004

Σειρές: Κλασική Ελληνική Λογοτεχνία

Υποσειρές: Επί τα Ίχνη

Περιγραφή

Η κυκλοφορία στα 1896 της συλλογής Ελληνικά διηγήματα αναντίρρητα αποτελούσε εκδοτικό γεγονός για τη χώρα μας, γιατί πρόκειται για την πρώτη στο είδος της συλλογή και ταυτόχρονα για μια αντιπροσωπευτική παρουσία στο χώρο του αφηγηματικού μας λόγου. Επισημαινόταν έτσι κατά τον αμεσότερο τρόπο η ύπαρξη ενός σχετικά νέου λογοτεχνικού είδους, όπως το διήγημα, για το οποίο ο εκδότης του έργου Γ. Κασδόνης δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η πρώτη γενναία ώθησίς του έγινε μέσα από τις στήλες του περιοδικού Εστία, του οποίου εκείνος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε διευθυντής. Στο ίδιο εισαγωγικό σημείωμα τονιζόταν επίσης ότι με την έκδοση εκείνη το διήγημα παρουσιαζόταν όχι μόνον ευπρόσωπον, αλλ’ ακμαίον, πλήρες ζωτικότητος και ελπίδων δια το μέλλον και δεν απέμενε παρά η ενθάρρυνσις του κοινού.

Στον τόμο ανθολογούνται τριάντα τέσσερα διηγήματα που αντιστοιχούν σε ισάριθμους συγγραφείς. Έτσι δίπλα στους Α. Ρ. Ραγκαβή, Άγγελο Βλάχο και Εμμ. Ροΐδη, παρελαύνουν όλοι σχεδόν οι πεζογράφοι της λεγόμενης γενιάς του ογδόντα, όπως: Γ. Βιζυηνός, Αλέξ. Παπαδιαμάντης, Κωστής Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Γρ. Ξενόπουλος, Α. Καρκαβίτσας, Μ. Μητσάκης και αρκετοί άλλοι ακόμη. Ανάμεσά τους και η μοναδική γυναίκα: Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. […]

(από την εισαγωγή του Γιάννη Παπακώστα στην έκδοση των Διηγημάτων της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, εκδόσεις Οδυσσέας, 1987)

Επί τα Ίχνη… είναι ο τίτλος της νέας αυτής Σειράς. Στη Σειρά στεγάζονται άγνωστα, λανθάνοντα ή αθησαύριστα κείμενα. Τα κείμενα αυτά μπορεί να είναι μελέτες, μαρτυρίες κι ακόμη δυσεύρετα λογοτεχνικά έργα παλαιότερων εποχών. Φιλοδοξία της Σειράς είναι να συνδεθεί με τη λογοτεχνική παράδοση και παράλληλα να ανασύρει από τη λήθη έργα, τα οποία παρέμεναν απρόσιτα στον αναγνώστη, εμπλουτίζοντας, όσο αυτό είναι δυνατόν, την έρευνα. Ο τίτλος, άλλωστε, είναι ενδεικτικός του είδους και της φυσιογνωμίας της.

Συγγραφέας: Ραγκαβής Ρίζος Αλέξανδρος, Πολυλάς Ιάκωβος, Βικέλας Δημήτριος, Βλάχος Άγγελος, Ροΐδης Δ. Εμμανουήλ, Λυκούδης Εμμανουήλ, Εφταλιώτης Αργύρης, Ψυχάρης Ν. Γιάννης, Βιζυηνός Μ. Γεώργιος, Άννινος Μπάμπης, Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Μωραϊτίδης Αλέξανδρος, Καμπούρογλου Γ. Δημήτριος, Δαμβέργης Μ. Ιωάννης, Κουρτίδης Π. Αριστοτέλης, Παλαμάς Κωστής, Δροσίνης Γεώργιος, Κονδυλάκης Δ. Ιωάννης, Βελλιανίτης Θεόδωρος, Νιρβάνας Παύλος, Χρηστοβασίλης Χρήστος, Μητσάκης Μιχαήλ, Καρκαβίτσας Ανδρέας, Βώκος Γεράσιμος, Ξενόπουλος Γρηγόριος, Κρυστάλλης Κώστας, Αστέρης Λάμπρος, Επισκοπόπουλος Δ. Νικόλαος, Παπαδοπούλου Αλεξάνδρα
Επιμέλεια: Παπακώστας Γιάννης
Ανθολόγος: Κασδόνης Γεώργιος
Ευθύνη Σειράς: Παπακώστας Γιάννης
Σειρές: Κλασική Ελληνική Λογοτεχνία
Υποσειρές: Επί τα Ίχνη
ISBN: 978-960-16-1128-0

Πρώτη Έκδοση : 01/08/2004

Αριθμός Σελίδων : 622

Διαστάσεις : 21 x 14 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Ραγκαβής Ρίζος Αλέξανδρος

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809 - 1892). Ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής γιος του Ιάκωβου Ρίζου-Ραγκαβή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1809, έζησε όμως από το 1813 ως το 1821 στην Αυλή του Αλεξάνδρου Σούτσου στο Βουκουρέστι και από το 1821 ως το 1825 στη Ρωσία. Πατέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής. Από το 1825 ως το 1829 σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Μονάχου με υποτροφία του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου του Α΄ και αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Με το βαθμό αυτό υπηρέτησε για βραχύ χρονικό διάστημα στον ελληνικό στρατό αλλά σύντομα παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με την πολιτική. Το 1832 επί κυβερνήσεως Ι.Κωλέττη διορίσθηκε σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, όπου υπουργός ήταν ο θείος του Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός. Από τη θέση αυτή οργάνωσε τη λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, καθώς επίσης της μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης . Οργάνωσε επίσης την Αρχαιολογική Εταιρεία, της οποίας ήταν γραμματέας ως το 1850 και την Αρχαιολογική Εφημερίδα, όπου δημοσίευσε διάφορα άρθρα. Το 1837 δημοσίευσε δύο τόμους με Μαθηματικά προβλήματα ένα τόμο με ποιήματα και την τραγωδία Κυρα Φροσύνη. Το 1839 παντρεύτηκε την αγγλίδα Καρολίνα Σκην. Το 1841 έγραψε μαζί με τον Ανδρέα Κορομηλά το εγχειρίδιο Ελληνική Χρηστομάθεια για το ομώνυμο σχολικό μάθημα. Το 1842 διορίστηκε σύμβουλος του Ι.Χρηστίδη, τότε υπουργού Εσωτερικών και από τη θέση αυτή συνέταξε διάφορα νομοσχέδια. Την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδει τη Συλλογή των ελληνικών αρχαιοτήτων. Το 1844 η εφαρμογή του νόμου περί αυτοχθόνων προκάλεσε παύση του από τα υπουργικά του καθήκοντα και ο Ραγκαβής διορίστηκε καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο. Το 1845 δημοσίευσε την κωμωδία Του κουτρούλη ο γάμος, η οποία μεταφράστηκε στα γερμανικά και συνοδεύτηκε από μουσική του καθηγητή του παρισινού ωδείου Δανχάουζερ. Το 1847 εξέδωσε το περιοδικό Ευτέρπη μαζί με τον Γρηγ.Καμπούρογλου. Το 1849 ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Πανδώρα σε συνεργασία με τους Ν.Δραγούμη και Κ.Παπαρρηγόπουλο. Στην Πανδώρα δημοσιεύτηκαν πολλά διηγήματα του Ραγκαβή. Την ίδια εποχή δημοσίευσε σε τόμους τον Αυθέντη του Μωρέως, που μεταφράστηκε στα γερμανικά και γαλλικά. Το 1850 ταξίδεψε στην Αγγλία για οικογενειακούς λόγους. Από το 1853 ως το 1857 και ενώ μαινόταν ο Κριμαϊκός πόλεμος ο Ραγκαβής μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη, Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, Μάρκο Ρενιέρη και Ιωάννη Σούτσο εξέδωσε το γαλλόφωνο περιοδικό Spectateur de l' Orient, το οποίο υπηρέτησε τα ελληνικά δίκαια. Το 1855 οργάνωσε τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ηραίο του Άργους. Κατόπιν επέστρεψε στην Αθήνα και εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος. Από το 1856 ως το 1859 διετέλεσε υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης του Δ.Βούλγαρη και επιμελήθηκε της ίδρυσης του Ζαππείου μεγάρου, της ανέγερσης του Αστεροσκοπείου Αθηνών και άλλων έργων. Το 1859 παραιτήθηκε. Το 1862 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ευνομία και το 1866 δημοσίευσε την Ιστορία της αρχαίας καλλιτεχνίας και το έμμετρο δράμα Οι τριάκοντα τύραννοι. Την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1867 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον και το 1868 διορίστηκε πρεσβευτής στο Παρίσι. Από τις θέσεις αυτές ενίσχυσε σημαντικά την κρητική επανάσταση καθώς και το ζήτημα του Λαυρίου . Συμμετείχε επίσης στις διαδικασίες επανέναρξης των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους μετά την κρητική επανάσταση . Το 1873 ξεκίνησε την έκδοση των Απάντων του και τη μετάφραση της Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσσο. Το 1874 διορίστηκε πρεσβευτής στο Βερολίνο, όπου εκπροσώπησε την Ελλάδα, μαζί με τον Θ.Δεληγιάννη σε διεθνές συνέδριο μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου. Το 1887 αποσύρθηκε από την πολιτική και έμεινε στην Πλάκα, όπου πέθανε το 1892. Εκτός από τους καρπούς της πολιτικής του δράσης ο Αλέξανδρος Ραγκαβής άφησε και σημαντικό λογοτεχνικό και φιλολογικό έργο. Στις πνευματικές επιδράσεις που δέχτηκε συγκαταλέγονται εκείνες του Σέλιγκ και του Τίρς, των οποίων παρακολούθησε μαθήματα στο Μόναχο, καθώς επίσης του ρομαντικού συγγραφέα Διονυσίου Ταγιαπιέρα (ωστόσο ο Ραγκαβής , για λόγους πολιτικής μάλλον, καταδίκασε το ρομαντισμό από τη θέση του εισηγητή του πανεπιστημιακού ποιητικού διαγωνισμού). Ο Ραγκαβής κάλυψε με το έργο του σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των ειδών του γραπτού λόγου, γράφοντας από στρατιωτικά συγγράματα, χρηστομάθειες, μαθηματικά προβλήματα, αρχαιολογικά δοκίμια και λεξικά έως ποίηση, θέατρο, λογοτεχνική μετάφραση, διήγημα και μυθιστόρημα. Στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πέρασε κυρίως ως πρωτοπόρος της αφηγηματικής πεζογραφίας (διηγήματα και εκτενή αφηγήματα όπως ο Συμβολαιογράφος και ο Αυθέντης του Μορέως), ως θεατρικός συγγραφέας με την κωμωδία Του κουτρούλη ο γάμος αλλά και ως ποιητής. Η ποίησή του παρουσιάζει έντονα ρομαντικά στοιχεία, ωστόσο στην πορεία της ζωής του πέρασε από τη δημοτική γλώσσα στην καθαρεύουσα και καταδίκασε τις επιλογές του Σολωμού αλλά και του Κάλβου. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Ραγκαβής Ε.Ρ., «Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21. Αθήνα, Πυρσός, 1933, χ.σ., «Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Φαρμάκης Φρ., «Ραγκαβής Αλέξανδρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Χατζοπούλου Λίτσα, «Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής», Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Δ΄·1830-1880, σ.8-33. Αθήνα, Σοκόλης, 1996. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πολυλάς Ιάκωβος

Ιάκωβος Πολυλάς (1825-1896). Ο Ιάκωβος Πολυλάς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1825, γιος του νομικού και λόγιου Γεώργιου Πολυλά, ο οποίος πέθανε όταν ο Ιάκωβος ήταν έξι ετών, και της Ελένης το γένος Νικολάου Βούλγαρη. Η οικογένειά του ανήκε στις παλιές οικογένειες της Κέρκυρας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα του ήταν μορφωμένη και του δίδαξε τα πρώτα γράμματα, καθώς και ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά) και αρχαία ελληνικά. Σημαντική για την πορεία του Πολυλά στάθηκε η μακρόχρονη σχέση του Σολωμού με την οικογένειά του. Το 1847 παντρεύτηκε την ευγενικής καταγωγής Αιμιλία Σορδίνα. Λόγω της αδύναμης υγείας της συζύγου του ο Πολυλάς αναγκάστηκε το 1852 να φύγει μαζί της για τη Νάπολη, όπου και έμειναν ως το 1852. Εκεί ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία. Το 1857 η Αιμιλία πέθανε σε ηλικία εικοσιεννέα χρόνων και ο Πολυλάς επέστρεψε στην Κέρκυρα. Η ίδια χρονιά σημαδεύτηκε από το θάνατο του Σολωμού και ο Πολυλάς εκφώνησε νεκρώσιμο λόγο στην κηδεία του. Από το 1857 ως το 1862 εργάστηκε στην Κέρκυρα ως βιβλιοφύλακας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης. Το 1860 εκλέχτηκε γραμματέας της φιλολογικής εταιρείας Ιόνιος Εταιρεία. Την ίδια περίοδο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στις πολιτικές διεργασίες για την Ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό κράτος. Ίδρυσε τον πολιτικό σύλλογο "Αναγέννησις" και εξέδωσε την ομώνυμη εφημερίδα, προβάλλοντας την αναγκαιότητα της Ένωσης και μετά την πραγματοποίησή της την ολοκληρωτική διοικητική αφομοίωση της Επτανήσου στο ελληνικό βασίλειο. Το 1871 ίδρυσε τον πολιτικό σύλλογο και την εφημερίδα "Ρήγας Φεραίος" και κατόπιν τη σατιρική "Κώδων". Διετέλεσε βουλευτής Κέρκυρας στην κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη την περίοδο 1869-1879 και μετά από διαφωνίες του με τον τελευταίο προσχώρησε στο κόμμα του Δεληγιάννη ως το 1890. Επέστρεψε κατόπιν στην παράταξη του Τρικούπη δρώντας στην Κέρκυρα. Αποσύρθηκε από την πολιτική το 1892 και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Πέθανε στην Κέρκυρα. Η πρώτη εμφάνιση του Πολυλά στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε το 1855 με την έκδοση της μετάφρασής του της "Τρικυμίας" του Σαίξπηρ. Το 1891 δημοσίευσε το διήγημα "Ένα μικρό λάθος" στην Εστία και το 1892 το "Η Συγχώρεσις". Η πορεία του σφραγίστηκε από τη γνωριμία του με το Σολωμό, με προτροπή του οποίου μελέτησε γερμανική λογοτεχνία και για τον οποίο μετέφρασε έργα των Γκαίτε, Σίλλερ και Χέγκελ, κερδίζοντας παράλληλα ο ίδιος από το φιλτράρισμα του γερμανικού ιδεαλισμού μέσω της διάνοιας του Σολωμού. Σημαντική προσφορά του στάθηκε η πρώτη έκδοση των "Ευρισκομένων" του Σολωμού και τα προλεγόμενά της, καθώς και η συστηματική του προσπάθεια για δημιουργία μιας δημοτικής γλώσσας, ικανής να εκφράσει ανώτερες έννοιες και υψηλά ιδανικά. Μετέφρασε Σαίξπηρ (Τρικυμία, Άμλετ), Όμηρο (Οδύσσεια και Ιλιάδα), έγραψε τέσσερα ποιήματα και τρία διηγήματα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιάκωβου Πολυλά βλ. Τέλλος Άγρας, "Πολυλάς Ιάκωβος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 20, Αθήνα, Πυρσός, 1933, Κατερίνα Κωστίου, "Πολυλάς Ιάκωβος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 8, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Ράνια Πολυκανδριώτη, "Ιάκωβος Πολυλάς", στο "Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση", τ. Ζ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 146-162, Περιστέρης Παναγιώτης, "Χρονολόγιο Ιάκωβου Πολυλά", περιοδικό "Πόρφυρας" τχ. 84-85, 1-3/1998, σελ.144-145, Φαρμάκης Φρ., "Πολυλάς Ιάκωβος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 11, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., και Μιχάλης Μερακλής, Στέση Αθήνη, "Πολυλάς Ιάκωβος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βικέλας Δημήτριος

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908). Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1835, καταγόμενος από μεγάλη εμπορική οικογένεια με καταβολές στη Βέροια και αρχικό όνομα Μπεκέλα ή Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα, κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα γράμματα έμαθε κοντά στη μορφωμένη και φιλομαθή μητέρα του, ενώ γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το 1849, οπότε επέστρεψε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ.Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδη, μαζί του εξέδωσε το χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό Λυκείου Μέλισσα. Το 1851 σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε το έργο του Ρακίνα Εσθήρ, που ανέβηκε σε σχολική παράσταση και εκδόθηκε στην Ερμούπολη. Τη μετάφραση αυτή απέδωσε ο Βικέλας στον ελβετό Weiss, δάσκαλό του στην Οδησσό. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για το Λονδίνο, όπου πέρασε 24 χρόνια της ζωής του, ασχολούμενος με το εμπόριο, εργαζόμενος ως υπάλληλος στο κατάστημα της εταιρείας Ανεψιοί Μαύρου και ως συνέταιρος στον οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα φοίτησε στο University College, λόγω περιορισμένου χρόνου ωστόσο απέκτησε μόνο Δίπλωμα Βοτανικής. Δεν έπαψε όμως να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, μελέτησε φιλολογία και ιστορία, ενώ έγραψε στίχους και μεταφράσεις ( από τον Όμηρο, τον Θεόκριτο, τον Goethe, τον Alfieri, κ.α.). Στο Λονδίνο ο Βικέλας έδρασε και υπέρ της διατήρησης του ελληνικού χαρακτήρα της ομογένειας, προωθώντας για παράδειγμα την ίδρυση του εκεί ελληνικού σχολείου. Το 1855 επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kωνσταντινούπολη και πήρε μέρος για πρώτη φορά σε ποιητικό διαγωνισμό (τον Ράλλειο με το ποίημα Αναμνήσεις του Πριγκήπου). Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων του, άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική στην Πανδώρα και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική συλλογή Στίχοι. Το 1859 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του με ατμόπλοιο προς την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, καταγόμενη επίσης από οικογένεια μεγαλοεμπόρων. Μαζί της ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι το 1876, οπότε λόγω της πανευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης της περιόδου εκείνης διαλύθηκε η συνεργασία του με την εταιρεία των αδελφών Μελά, και το ζευγάρι επιχείρησε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο όμως η επιδείνωση της ήδη διαταραγμένης ψυχικής υγείας της Καλλιόπης, τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο Παρίσι. Εκεί ο Βικέλας ασχολήθηκε ξανά με τη μετάφραση (μεταφράσεις του από έργα του Σαίξπηρ ανέβηκαν στην Αθήνα), με διαλέξεις και αρθρογραφία, ενώ έγραψε επίσης το έργο Λουκής Λάρας που τον καθιέρωσε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λουκής Λάρας πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εστία το 1879 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς, ενώ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές σλαβικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως το 1897 ταξίδευε διαρκώς από το Παρίσι προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και αντιστρόφως, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκλειστη στο ψυχιατρείο του Ivry. Το 1886 χρονολογούνται τα διηγήματά του Φίλιππος Μάρθας, Άσχημη αδελφή, Ανάμνησις και Παππα-Νάρκισσος. Το 1893 εξέδωσε τον τόμο Διαλέξεις και Αναμνήσεις, με 23 δοκίμιά του της περιόδου 1860 - 1893, και υπήρξε ηγετικό μέλος της επιτροπής για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Από το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με προεξέχον την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Δροσίνη. Στα πλαίσια του Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη. Το 1904 με πρωτοβουλία του Βικέλα και του πολιτιστικού συλλόγου Παρνασσός συνήλθε στην Αθήνα το Α' Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο, με τη συμμετοχή εκπαιδευτικών και ιδρυμάτων από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Την τελευταία περίοδο της ζωής του ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του με τίτλο Η ζωή μου. Παιδικαί αναμνήσεις, που εκδόθηκαν το 1908, χρονιά του θανάτου του. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος στην Κηφισιά, έχοντας προλάβει να τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, το τελευταίο από τη σειρά κοινωφελών έργων που πραγματοποιήθηκαν με τη μέριμνά του. Ο Βικέλας διέθετε πλουσιότατη βιβλιοθήκη, την οποία κληροδότησε στο δήμο Ηρακλείου Κρήτης (πρόκειται για τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη). Η λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα είναι περιορισμένη σε σύγκριση προς το μέγεθος του συνόλου του γραπτού έργου του. Η ποιητική του παραγωγή ανέρχεται σε σαράντα ποιήματα, στην παράδοση της ρομαντικής ποίησης της Α' Αθηναϊκής Σχολής, για τα οποία ο ίδιος δε φαίνεται να έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έμμετρες μεταφράσεις του, κυρίως εκείνες των έργων του Σαίξπηρ. Το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του ωστόσο είναι ο Λουκής Λάρας, ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε μαρτυρία υπαρκτού προσώπου, με θέμα τη ζωή ενός έλληνα εμπόρου στις φλόγες της ελληνικής επανάστασης του 1821 και με ιδιαίτερη έμφαση στο επεισόδιο της καταστροφής της Χίου. Η κριτική τοποθέτησε στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ώριμη φάση της ρομαντικής πεζογραφίας της Α' Αθηναϊκής Σχολής και στις απαρχές της ηθογραφικής και ρεαλιστικής πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880, ενώ παράλληλα επισήμανε τις επιρροές του συγγραφέα από τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή παραγωγή. Ενδεικτικά των παραπάνω στοιχεία θεωρούνται η επιλογή ενός αντι - ήρωα για τη θέση της κεντρικής φιγούρας του έργου και η γλωσσική έκφραση του Βικέλα, που σταδιακά οδηγείται από την απλή καθαρεύουσα σε μια γλώσσα που προσεγγίζει την καθομιλουμένη της εποχής (το έργο δημοσιεύτηκε αρχικά σε δέκα συνέχειες στο περιοδικό Εστία, και αν και είχε ολοκληρωθεί πριν τη δημοσίευση της πρώτης συνέχειας, ο συγγραφέας επενέβαινε με διορθώσεις και βελτιώσεις). Πολλά έργα του βρίσκονται δημοσιευμένα στα περιοδικά Χρυσαλλίς, Πανδώρα, Κλειώ (Τεργέστης) και σε άλλα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημητρίου Βικέλα βλ. Δήτσα Μαριάννα, «Δημήτριος Βικέλας», Η παλαιότερη πεζογραφία μας Ε΄ · 1830-1880, σ.382-409. Αθήνα, Σοκόλης, 1996, Σπεράντζας Σ.Γ. «Βικέλας Δημήτριος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Ζ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1929, Τερδήμου Μαρία, Χρονολόγιο Δημητρίου Βικέλα. Ηράκλειο, 1991, Φουριώτης Άγγελος, «Βικέλας Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Χατζηγεωργίου - Χασιώτη Βικτωρία, «Βικέλας Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βλάχος Άγγελος

Ο Άγγελος Βλάχος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Σταύρου Βλάχου και της Σοφίας το γένος Τρικκαλιανού. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1859) και το 1961 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία, όπου παρέμεινε ως την έξωση του Όθωνα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εργάστηκε στα Υπουργεία Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης (1863 και 1895). Διετέλεσε επίσης τμηματάρχης του Υπουργείου Εξωτερικών της πρώτης κυβέρνησης του Χαριλάου Τρικούπη (θέση από την οποία πήρε μέρος στο Συνέδριο του Βερολίνου του 1878 και στη συνέχεια έγινε γενικός γραμματέας), βουλευτής Αττικής με το κόμμα του Τρικούπη (1885), πρεσβευτής στο Βερολίνο (1887-1890), νομάρχης Κέρκυρας (1893). Συνέβαλε αποφασιστικά στην ίδρυση του Βασιλικού Θεάτρου, αναγκάστηκε ωστόσο να παραιτηθεί πριν την έναρξη της λειτουργίας του και ανέλαβε τη διεύθυνσή του κατά τη διετία 1905-1906, εποχή που ήταν επίσης γενικός διευθυντής των Ελληνικών Τηλεγράφων και Ταχυδρομείων. Πέθανε στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του (Εφημερίς των Φιλομαθών, Αιών, Καιροί, Το Άστυ, Ακρόπολις, Αυγή, Ασμοδαίος, Εφημερίς, Ελπίς, Στοά , Πανδώρα, Χρυσαλλίς, Ιλισσός, Παρισινή Ηχώ, Παρνασσός, Εστία κ.α.). Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, την κριτική, τη φιλολογία. Στο χώροτης πεζογραφίας ο Άγγελος Βλάχος ξεκίνησε τη λογοτεχνική του διαδρομή από το χώρο του ρομαντισμού της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, γρήγορα όμως στράφηκε προς μια ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής στην Αθήνα , που βρισκόταν τότε στα πρώτα στάδια της αστικοποίησης. Υποστηρίζοντας εξάλλου την άποψη του περί παρακμής του δυτικού πολιτισμού ο Βλάχος πρόβαλε μια ιδεαλιστικής καταγωγής ελληνοκεντρική κοσμοθεωρία στο χώρο της ποίησης, τακτική που προκάλεσε την περίφημη κριτική διαμάχη του με τον Εμμανουήλ Ροΐδη το 1877, με αφορμή την εισήγηση του τελευταίου στον ποιητικό διαγωνισμό του Παρνασσού τη χρονιά εκείνη. Ανάλογη υπήρξε και η πορεία του στο χώρο του θεάτρου, όπου υπήρξε ένας από τους εισηγητές της στροφής προς την ηθογραφία και υποστήριξε τη δημιουργία ενός είδους εθνικής κωμωδίας, η οποία συνδύαζε τη σατιρική αντιμετώπιση προσώπων και καταστάσεων της εποχής με σαφείς διδακτικές προθέσεις. Γενικότερα ο Άγγελος Βλάχος θεωρήθηκε ως πρόδρομος της λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Στο χώρο της γλώσσας υιοθέτησε την απλή καθαρεύουσα, την οποία έκρινε ως ιδανική λύση στα πλαίσια της διαμάχης ανάμεσα στους αρχαϊστές και τους υποστηρικτές της δημοτικής. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Βλάχου βλ. Γκότση Γεωργία, «Άγγελος Βλάχος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΕ΄ · 1830-1880, σ.194-239. Αθήνα, Σοκόλης, 1996, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βλάχος Άγγελος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Στέφος Δημήτρης, «Βλάχος Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984. (πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ροΐδης Δ. Εμμανουήλ

O Eμμανουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Γιος πλούσιας οικογένειας έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Eυρώπη. Tο 1841 εγκαθίσταται στη Γένοβα όπου η φιλελεύθερη επανάσταση του 1848-49 τον σημαδεύει αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Kατόπιν επιστρέφει στην Eρμούπολη για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο, αργότερα στο Bερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και καταλήγει στη Pουμανία. Aπό το 1864 και μετά ζει μόνιμα στην Aθήνα. Tο 1866 κυκλοφορεί το βιβλίο του "H Πάπισσα Iωάννα" που αφορίζεται από την εκκλησία και προκαλεί τη δικαστική του δίωξη. Πέθανε στην Aθήνα το 1904.

Λυκούδης Εμμανουήλ

Εμμανουήλ Λυκούδης (1849-1925). Ο Εμμανουήλ Λυκούδης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, γιος του κερκυραίου Στυλιανού Λυκούδη και της Μαρίας το γένος Κυδωνάκη-Καλλέργη. Είχε έναν αδερφό τον Πέτρο, μετέπειτα αξιωματικό του μηχανικού και εφευρέτη του λυόμενου πολυβόλου. Μαθήτευσε σε σχολεία της Χαλκίδας και του Πειραιά και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ (1872). Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο και υπηρέτησε διαδοχικά στην Ερμούπολη, την Άμφισσα και τέλος στο εφετείο Αθηνών, ενώ υπήρξε επίσης κρατικός νομικός σύμβουλος από το 1896 ως το 1905. Μετά την παραίτησή του από το δημόσιο τομέα άσκησε τη δικηγορία ως το 1917, ενώ διατήρησε ως το τέλος της ζωής του τη θέση του νομικού συμβούλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στο χώρο της πολιτικής ήταν οπαδός του Χαριλάου Τρικούπη, μετά από πρόταση του οποίου το 1890 πήρε μέρος στη σύνταξη του σερβικού εκλογικού συστήματος με βάση την ελληνική αντίστοιχη νομοθεσία. Πραγματοποίησε οικονομικές και νομικές μελέτες και ήταν μέλος και πρόεδρος (το 1875) του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός. Ως αρθρογράφος και επιφυλλιδογράφος συνεργάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα με τα αθηναϊκά περιοδικά Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ.Φ.Σκόκου, Εστία, Εθνική Αγωγή, το ημερολόγιο του Γεωργίου Δροσίνη Νέα Ελλάς, τις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολις και Εστία, ενώ τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας δημοσίευσε κείμενά του στα Παναθήναια, το Περιοδικόν μας, το Νουμά, την Εθνική Ζωή, τη Νέα Τέχνη, τις εφημερίδες Αθήναι και Σημαία (Πειραιά), το Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Στα ίδια έντυπα βρίσκεται δημοσιευμένο και το μεγαλύτερο μέρος του αφηγηματικού του έργου, μέρος του οποίου αποφάσισε να εκδώσει κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών (1823). Παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μπάλτση, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πέθανε στην Αθήνα από αρρώστια του ουροποιητικού συστήματος, η οποία τον ταλαιπώρησε αρκετά χρόνια. Ο Εμμανουήλ Λυκούδης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Στο θέμα της γλώσσας η στάση του ήταν μετριοπαθής· άφησε κείμενα στη δημοτική, στην καθαρεύουσα, ενώ στο τέλος της ζωής του διατύπωσε τη θεωρητική του προτίμηση προς τη σε μικτή γλώσσα (καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, καθομιλουμένη στα διαλογικά). Το έργο του κινείται στα ευρύτερα πλαίσια της ελληνικής ηθογραφικής παραγωγής, με τη διαφορά πως τοποθετεί τη δράση των έργων του σε αστικό περιβάλλον. Χαρακτηριστική στο έργο του είναι η κυριαρχία των ανθρωπιστικών αισθημάτων, της συμπάθειας του συγγραφέα προς τους ήρωές του και του πεσιμιστικού πνεύματος, που αγγίζει κάποτε τα όρια του μελοδραματισμού, αποδυναμώνοντας κάποιες υπαρκτές νύξεις κοινωνικής κριτικής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Εμμανουήλ Λυκούδη βλ. Αθήνη Στέση, "Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Ζ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Β[ελλιανίτης] Θ[εόδωρος], "Λυκούδης Εμμανουήλ Σ.", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 16, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Δημήτρης Γιάκος, "Λυκούδης Εμμανουήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Βίκυ Καλαντζοπούλου, "Λυκούδης Εμμανουήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Εφταλιώτης Αργύρης

Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d' Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου Άγγελο Βλάχο. Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αργύρη Εφταλιώτη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Εφταλιώτης Αργύρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Θωμαΐδου- Μώρου Μάρθα , «Εφταλιώτης Αργύρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μερακλής Μ.Γ., «Αργύρης Εφταλιώτης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.262-265. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Παγανός Γ.Δ. «Αργύρης Εφταλιώτης», Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900). Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ψυχάρης Ν. Γιάννης

Γιάννης Ν. Ψυχάρης (1854-1929). Έλληνας φιλόλογος και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας. Σπούδασε φιλοσοφία, φιλολογία και γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και στη Γερμανία γερμανική φιλολογία, καθώς και μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία. Καθηγητής της έδρας της νεοελληνικής γλώσσας στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών στο Παρίσι. Το 1904 διαδέχθηκε τον καθηγητή του Εμίλ Λεγκράν στην Διεύθυνση της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Το 1886 ο Ψυχάρης ταξιδεύει στην Ελλάδα (ελεύθερη και σκλαβωμένη) και το 1888 γράφει το πεζογράφημα "Το ταξίδι μου". Μετά από "Το ταξίδι μου" δημοσίευσε μία σειρά από διηγήματα και μυθιστορήματα, και 6 τόμους με αναμνήσεις, κριτικές και επιστημονικές μελέτες, κάτω από το γενικό τίτλο "Ρόδα και μήλα".

Βιζυηνός Μ. Γεώργιος

Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ' ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.

Άννινος Μπάμπης

Ο Χαράλαμπος ή Μπάμπης Άννινος (Αργοστόλι 1852 - Αθήνα 1934) υπήρξε δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς, όπου και εργάστηκε αρχικά ως γραφέας στο τελωνείο μέχρι το 1870, όπου μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να εργαστεί ως υπογραμματέας στην Εισαγγελία Αθηνών και για να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Την ίδια χρονιά θα τιμηθεί με εύφημο μνεία στο Βουτσιναίο διαγωνισμό για την πρώτη του ποιητική συλλογή "Λυκαυγές". Αργότερα επιτυγχάνει θέση υπαλλήλου στο Προξενείο της Ρώμης και της Νάπολης. Τελικά επιστρέφει οριστικά στη Αθήνα και αποφασίζει να ασχοληθεί ενεργά με τη δημοσιογραφία το 1878. Από τότε έγραψε σε πολλές εφημερίδες ("Νεολόγος των Αθηνών", "Εφημερίδα") και συνεργάστηκε με περιοδικά έντυπα (φιλολογικό έντυπο Παρνασσού, Ασμοδαίος, Μηνιαία Εικονογραφημένη Ίρις) της εποχής και έγινε γνωστός με διάφορα ψευδώνυμα: Αββακούμ, Ηρώδης Αττικός, Στρεψιάδης, Ρακοσυλλέκτης, Τενεκές κ.α. Υπήρξε από τους ιδρυτές και μόνιμους συντάκτες της εφημερίδας "Το Άστυ" και αρχισυντάκτης της "Καθημερινής". Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, τη μετάφραση, την ιστοριογραφία και το δοκιμίο, ενώ έγινε ευρύτατα γνωστός για τα εύθυμα θεατρικά του έργα. Ενδεικτικό της επιτυχίας του είναι ότι το μονόπρακτο έργο του "Ζητείται υπηρέτης" επιλέχθηκε για την πρεμιέρα του Βασιλικού Θεάτρου το 1901. Επίσης, χάρη στην κωμική φλέβα του και τα αστεία λογοπαίγνιά του, διακρίθηκε στην συγγραφή επιθεώρησης: τα Παναθήναια (1907) (μουσική Θ. Σακελλαρίδη), σε συνεργασία με τον Γεώργιο Τσοκόπουλο, είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε οδήγησε τους συγγραφείς στη δημιουργία των Νέων Παναθηναίων και σε μία μόνιμη συνεργασία (με την μετέπειτα προσθήκη στην ομάδα του Πολύβιου Δημητρακόπουλου). Ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, συνιδρυτής της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, πρόεδρος των Εταιρείας Ελλήνων Δραματικών Συγγραφέων και συγγραφέας δημοφιλών θεατρικών έργων, ο πολυγραφότατος Άννινος τιμήθηκε για τη συνεισφορά του στο χώρο των γραμμάτων με βραβεία και διακρίσεις: παράσημο του Σωτήρος (1889), Χρυσούν Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών (1914), Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (1925).

Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.

Μωραϊτίδης Αλέξανδρος

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο, πρωτότοκος γιος ανάμεσα σε επτά αδέρφια. Ο πατέρας του, ξάδερφος της μητέρας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά και η μητέρα του από ιερατική οικογένεια της Σκιάθου. Στη Σκιάθο τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και το 1871 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο γυμνάσιο στην Αθήνα σε ηλικία εικοσιενός ετών. Λόγος της καθυστέρησης ήταν η απουσία της τρίτης τάξης του γυμνασίου από τη Σκιάθο που σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια της οικογένειάς του τον ανάγκασε να περιμένει αρκετά πριν το ταξίδι του στην Αθήνα. Ένα χρόνο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών από όπου αποφοίτησε δέκα χρόνια αργότερα (1881). Από το 1872 υπήρξε μέλος του Παρνασσού, όπου γνώρισε τους εκδότες Δημήτριο Κορομηλά και Βλάση Γαβριηλίδη. Με τη βοήθειά τους ξεκίνησε η ενασχόλησή του Μωραϊτίδη με τη δημοσιογραφία. Από το 1880 και για είκοσι χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1901 παντρεύτηκε τη Βασιλ��κή Φουλάκη, με την οποία αποφάσισαν να ζήσουν εν παρθενία. Από το 1907 ο Μωραϊτίδης εγκατέλειψε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική του δραστηριότητα και μετά το θάνατο της Βασιλικής (1914) αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια και ασχολήθηκε μόνο με τη συγγραφή και μετάφραση θεολογικών κειμένων ως το 1919, οπότε πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του. Το 1914 τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών. Το 1828 αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Λίγο πριν το θάνατό του έγινε μοναχός και άλλαξε το όνομά του σε Ανδρόνικος. Πέθανε το 1929. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872 με το (θωρούμενο ως χαμένο) δράμα "Μιχαήλ Κομνηνός. Δεσπότης της Ηπείρου" που βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό. Ένα χρόνο αργότερα παρουσίασε τη μετάφραση του ποιήματος "Η Βερενίκης κόμη" από τα λατινικά (1873). Το 1874 ανέλαβε τη δημοσίευση των πρακτικών της Ελληνικής Βουλής στην "Εφημερίδα", ενώ παράλληλα διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας "Αγορά", την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το θεατρικό έργο "Βάρδας Καλλέργης" και ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα "Η καταστροφή των Ψαρών", που βραβεύτηκε στο Νικοδήμειο διαγωνισμό και το ιστορικό μυθιστόρημα "Δημήτριος ο πολιορκητής". Από το 1874 και ως το 1881 δημοσίευσε ποιήματα θεατρικά μονόπρακτα αλλά και κριτικά άρθρα στο "Μη χάνεσαι" και σε ημερολόγια της εποχής. Το 1875 δημοσιεύτηκε στο "Αθηναϊκόν Ημερολόγιον" του Δημητρίου Κορομηλά η κωμωδία του "Τις πταίει" και το 1876 η κωμωδία "Τα δύο δόμινα". Πήρε μέρος στο Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό το 1889 και το 1896 με τα έργα "Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως" και "Χαμάρετος" αντίστοιχα. Από το 1880 ως το 1907 δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις που εκδόθηκαν με τίτλους "Διηγήματα" και "Με του βορηά τα κύματα", σε δύο εξάτομες συλλογές. Ο Μωραϊτίδης δοκίμασε τις δυνατότητές του στην ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη μετάφραση και το δοκίμιο. Η ποιητική του παραγωγή είναι μικρή σε έκταση και περιλαμβάνει λυρικά και θρησκευτικά ποιήματα, γραμμένα στη δημοτική (τα νεανικά του) και την καθαρεύουσα (εκείνα της ωριμότερης περιόδου της ζωής του). Για το θέατρο έγραψε αρχικά κωμωδίες και εν συνεχεία πέρασε στο χώρο της μίμησης της σαικσπηρικής γραφής. Ωστόσο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Μωραϊτίδης κατέχει κυρίως θέση διηγηματογράφου. Τα διηγήματά του εντάσσονται στο χώρο της ηθογραφίας και κυριαρχούνται από πνεύμα έντονης θρησκευτικότητας και αγάπης για τη φύση. Η γλώσσα τους είναι περίτεχνη καθαρεύουσα, με εξαίρεση τα διαλογικά μέρη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη βλ. Άγρας Τέλλος, "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 17. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας Κριτικά Τόμος τρίτος· Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.3004-305. Αθήνα, Ερμής, 1984), Αργυρίου Αλεξ., "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Γιάκος Δημήτρης, "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Δημητρακόπουλος Φώτης, "Αλέξανδρος Μωραϊτίδης", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Στ΄ (1880-1900), σ.210-228. Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καμπούρογλου Γ. Δημήτριος

Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942). Ο Δημήτριος Καμπούρογλου γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Kωνσταντινουπολίτη Γρηγορίου Καμπούρογλου, λόγιου και ιδρυτή της πρώτης εθνικής θεατρικής σκηνής στη χώρα μας, και της Μαριάννας το γένος Σωτηριανού - Γέροντος από την Αθήνα. Μεγάλωσε σε υψηλό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και η μη��έρα του ήταν εξαιρετικά μορφωμένη για την εποχή. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε στη δικηγορία για δεκαπέντε χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε στο δημόσιο τομέα [Πρωτοδικείο Αθηνών (1872-1873), Αρχαιολογική Εταιρεία, Εθνική Βιβλιοθήκη, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής (1904-1917)]. Ασχολήθηκε παράλληλα με τη δημοσιογραφία. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του συγκέντρωσε ιστορικό και χρονογραφικό υλικό για την Αθήνα, επανέκδωσε το ιδρυμένο από τον πατέρα του περιοδικό "Εβδομάς", του οποίου ανέλαβε και τη διεύθυνση (1884-1886) και κυκλοφόρησε το λαογραφικό περιοδικό "Δίπυλον" (1910-1912). Τιμήθηκε με το κρατικό Αριστείο των Γραμμάτων (1923) και υπήρξε μέλος (από το 1927) και πρόεδρος (1934) της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1932 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της φιλολογικής του δραστηριότητας στο σύλλογο Παρνασσός. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872, φοιτητής ακόμη, με την υποβολή της κωμωδίας του "Ευσυνειδησία και Ασυνειδησία" στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, στον οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο για την ποιητική συλλογή "Η φωνή της καρδιάς μου". Ακολούθησαν πολλές δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων του, με τα οποία κάλυψε πολλούς τομείς του γραπτού λόγου. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης γενιάς του 1880. Στο σύνολο του έργου του κυριαρχεί η πρόθεσή του να καταγράψει την ιστορία της Αθήνας, για την οποία έτρεφε βαθιά αγάπη, και να αναδείξει μέσω του λόγου του την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων. Για το λόγο αυτό στράφηκε τόσο στην ιστορική και λαογραφική μελέτη του παρελθόντος, κυρίως της περιόδου της τουρκοκρατίας, όσο και στην παρατήρηση της σύγχρονής του πραγματικότητας με έμφαση στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Στον τομέα της γλώσσας κινήθηκε στα πλαίσια μιας συγκρατημένης δημοτικιστικής έκφρασης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτριου Καμπούρογλου βλ. Γιάκος Δημ., "Καμπούρογλους Δημήτριος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Δημήτριος Καμπούρογλου", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.194-197. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Παπαγεωργίου Κώστας Γ., "Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ’ (1880-1900), σ.52-69. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Σολωμού Αλίκη, "Καμπούρογλου Δημήτριος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Σπεράντσας Σ.Γ., "Καμπούρογλου Δημήτριος Γρ.", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 13. Αθήνα, Πυρσός, 1933. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Δαμβέργης Μ. Ιωάννης

Κουρτίδης Π. Αριστοτέλης

Παλαμάς Κωστής

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. 'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, και η πάνδημη κηδεία του μετατρέπεται σε εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του Γερμανού κατακτητή.

Δροσίνης Γεώργιος

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926). Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, ενώ. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς. Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951. Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά. Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄Άγγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Δροσίνη βλ. Αγγελάτος Δημήτρης, «Δροσίνης Γεώργιος», Παγκόσμιιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κατσή - Χρυσογέλου ΄Αννα, «Γεώργιος Δροσίνης» , Η παλαιότερη πεζογραφία μας·Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900). Αθήνα Σοκόλης, 1997, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Δροσίνης Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Δροσίνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.304-307. Αθήνα, Σοκόλης, 1977. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Κονδυλάκης Δ. Ιωάννης

Iωάννης Κονδυλάκης (1861-1920). Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε στην Άνω Βιάννο της Κρήτης, γόνος γνωστής οικογένειας αγωνιστών του νησιού. Σε παιδική ηλικία κατέφυγε ως πρόσφυγας με την οικογένειά του στον Πειραιά και επέστρεψε στη γενέτειρά του το 1869. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια ξεκίνησε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Ηράκλειο και το 1884 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο γυμνάσιο της Αθήνας. Μεσολάβησε διακοπή των σπουδών του από το 1877 και ως το 1883, περίοδος κατά την οποία πήρε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης, εργάστηκε στο Εφετείο και το Ειρηνοδικείο Χανίων και στις λιμενικές Αρχές της Σητείας και ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα σε εφημερίδες των Χανίων. Το 1884 διακρίθηκε στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εστία με το έργο του Η Κρήσσα ορφανή και εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Διηγήματα. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, για λόγους οικονομικής ανέχειας όμως δε μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ξανάφυγε για την Κρήτη, εργάστηκε ως δάσκαλος στο Μώδι της Κυδωνίας, σύντομα όμως παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία αρχικά στα Χανιά και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου κατέφυγε το 1889 διωγμένος από τις τουρκικές αρχές, εξαιτίας του πατριωτικού περιεχομένου των έργων του. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες ( Άστυ, Εφημερίς, Σκριπ ) και από το 1865 έγινε μόνιμος συντάκτης στο περιοδικό Εμπρός με το ψευδώνυμο Διαβάτης. Παράλληλα σύχναζε στο φιλολογικό καφενείο του Ζαχαράτου και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών. Βαθιά επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του άσκησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Το 1918 έφυγε ξανά για την Κρήτη και επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια. Επέστρεψε στα Χανιά το 1919 σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ένα χρόνο αργότερα προσβλήθηκε από ημιπληγία και πέθανε στο Πανάνειο νοσοκομείο του Ηρακλείου. Στο χώρο της δημοσιογραφίας ο Κονδυλάκης ασχολήθηκε κυρίως με το χρονογράφημα. Συνολικά δημοσίευσε περίπου 6000 χρονογραφήματα, καλλιεργώντας το είδος και προσδίδοντας του λογοτεχνική αξία. Έγραψε επίσης επιφυλλίδες, σχολικά αναγνώσματα και επαναστατικά απομνημονεύματα, ενώ συμπλήρωσε την Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης των Ζαμπέλιου και Κριτοβουλίδη και μετέφρασε γαλλικά μυθιστορήματα και τα Άπαντα του Λουκιανού. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως το διήγημα και τη νουβέλα. Τα έργα του τοποθετούνται στο πλαίσιο της ηθογραφικής πεζογραφίας με αξιόλογα ψυχολογικά και ψυχογραφικά στοιχεία και ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και η γλώσσα του, μείγμα λόγιας έκφρασης και κρητικής διαλέκτου. Τα πιο γνωστά έργα του είναι ο Πατούχας, η Πρώτη Αγάπη και το Όταν ήμουν δάσκαλος. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Κονδυλάκη βλ. Κωστίου Κατερίνα, «Κονδυλάκης Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Κονδυλάκης Ιωάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ιωάννης Κονδυλάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Στ΄ (1880-1900), σ.324-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βελλιανίτης Θεόδωρος

Νιρβάνας Παύλος

Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη), γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά "Σφαίρα" και "Πρόνοια". Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου". Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες "Άστυ", "Ακρόπολη" και από το 1905 στην "Εστία" με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ("Τέχνη", "Παναθήναια", "Νέα Εστία", "Το Περιοδικόν μας", "Ασμοδαίος", "Μη χάνεσαι", κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Αθήναι" ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των Δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο "Παγά λαλέουσα" (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της "Τέχνης" του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παύλου Νιρβάνα βλ. Τέλλος Άγρας, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ.18, Πυρσός, 1932 (αναδημοσιεύεται στον τόμο Τέλλος Άγρας, "Κριτικά, Τρίτος τόμος", της σειράς "Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας", επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984), Γ. Βαλέτας, "Βιογραφικός-χρονολογικός πίνακας", στα "Άπαντα Παύλου Νιρβάνα", τ. Α΄, Αθήνα, 1967, Μ. Γ. Μερακλής, "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά-μεταπαλαμικοί: ανθολογία, γραμματολογία", Σοκόλης, 1977, Δημήτρης Γιάκος, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 7. Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μαριάννα Δήτσα , "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Σοκόλης, 1997, και Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Ευδοκία Παραδείση, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Χρηστοβασίλης Χρήστος

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ (1861-1937). Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο Σουλόπουλο Καλαμά της Ηπείρου, γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου.Παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου το ψευδώνυμο του λογοτέχνη),άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή, τοποθετείται από τους μελετητές γύρω στο 1860. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και συνέχισε με τη βοήθεια του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ως μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1875 συνελήφθη από τις Τουρκικές Αρχές με αφορμή την Ανατολική κρίση και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο δραπέτευσε και έφυγε για την Κέρκυρα, από όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων στους Αγίους Σαράντα, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, κατόπιν όμως νέας συμμετοχής του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία. Στα Τρίκαλα χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία με το μακροσκελές ποίημα Στ’ αδέρφια μας, ενέργεια που πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου. Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποίησε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα Η καλύτερή μου αρχιχρονιά που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ακρόπολης του Γαβριηλίδη. Στην ίδια εφημερίδα εργάστηκε από το 1889, δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα (ως ανταποκριτής στη Ρωσία, τη Βουλγαρία και αλλού). Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι. Το 1899 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη, από τη θέση του διευθυντή και στη συνέχεια δημοσίευσε πραγματείες στο περιοδικό της Εταιρείας (ομώνυμό της) με το ψευδώνυμο Ζευς Δωδωναίος. Μια από τις πραγματείες αυτές είχε τίτλο Εθνικά Άσματα 1453-1821 και στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν ο θείος του Σπυράκης. Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα Τα ελευθερωμένα Γιάννινα από την Ακρόπολη και έφυγε για τη γενέτειρά του, όπου εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες γύρω από το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο του 1917. Τότε (1916-1919) τοποθετείται η συγγραφή των Διηγημάτων του Μικρού Σκολειού. Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρωτικά Φύλλα .Λίγο πριν το θάνατό του επισκέφτηκε ξανά την Αθήνα, όπου έλαβε βραβείο για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση. Η έκταση του έργου του Χρηστοβασίλη (λαογραφικού, ιστορικού , διηγηματογραφικού, πεζογραφικού , ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού, μεταφραστικού) είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα "απλής και αφελούς" γραφής. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου Χρηστοβασίλη βλ. Άγρας Τέλλος, "Χρηστοβασίλης Χρήστος", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 24. Αθήνα, Πυρσός, 1934, Χρυσογέλου - Κατσή Άννα, "Χρήστος Χρηστοβασίλης", Η παλαιότερη πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η’ · 1880-1900, σ.286-337. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και χ.σ., "Χρηστοβασίλης Χρήστος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μητσάκης Μιχαήλ

Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου "The Athens Review of Books", τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καρκαβίτσας Ανδρέας

O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατ��ωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ' Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη "Το ταξίδι μου"), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα" (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη "Λυγερή" (1890) και κορυφαία έκφραση τον "Ζητιάνο" (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή "Τα λόγια της πλώρης" του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του "Ο αρχαιολόγος" (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Καλαντζοπούλου Βίκυ, "Καρκαβίτσας Ανδρέας", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4., Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Ξύδης Θεόδωρος, "Καρκαβίτσας Ανδρέας", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Σταυροπούλου Έρη, "Ανδρέας Καρκαβίτσας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας · από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο", τ. Η’ (1880-1900), σ.174-217, Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Τσούρας Νίκος Α., "Βιοχρονολόγιο του Αντρέα Καρκαβίτσα", περιοδικό "Νέα Εστία", τ. 128, ετ. ΞΔ΄, 15/9/1990, αρ.1517, σ.1199-1201. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Βώκος Γεράσιμος

Γεράσιμος Βώκος (1868 - 1927). Ο Γεράσιμος Βώκος γεννήθηκε στην Πάτρα, γιος του αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού Θεόδωρου Βώκου. Μεγάλωσε στον Πειραιά και αρχικά στράφηκε σε ανάλογη καριέρα με εκείνη του πατέρα του, γρήγορα όμως τον κέρδισε η δημοσιογραφία και αφού είχε υπηρετήσει ως υπολογιστής στον Παλαιό Ναύσταθμο παραιτήθηκε. Στο χώρο της δημοσιογραφίας συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως το "Άστυ" και η "Ακρόπολις", όπου δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα, κριτικά και αισθητικά δοκίμια -στην "Ακρόπολη" μάλιστα η παραμονή του υπήρξε μακρόχρονη και η εξέλιξή του έφτασε ως τη θέση του αρχ��συντάκτη και διετέλεσε και ανταποκριτής της στη Βιέννη, οπότε και εκδηλώθηκε μιας μορφής ψυχασθένεια που οδήγησε σε κατά καιρούς νοσηλεία του. Γενικά η ζωή του υπήρξε γεμάτη μετακινήσεις σε πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Πειραιάς, Πήλιο, Αλεξάνδρεια, Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και αλλού). Εκτός από τη δημοσιογραφική ανέπτυξε και εκδοτική δραστηριότητα, κυρίως των λογοτεχνικών περιοδικών "Το Περιοδικόν μας" (1900-1901 Πειραιάς) και "Ο Καλλιτέχνης" (1910-1912), ενώ συνεργάστηκε επίσης με έντυπα όπως τα "Αττική Ίρις", "Κριτική", "Νέον Πνεύμα", "Αυγή", κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη μουσική σύνθεση και τη ζωγραφική, στην οποία αφοσιώθηκε τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια της ζωής του, τα οποία έζησε κυρίως στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε εκθέσεις, έγινε γνωστός ως ζωγράφος και πέθανε. Ο Γεράσιμος Βώκος έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία του το 1893 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Ο κύριος Πρόεδρος". Ακολούθησε το διήγημα "Απόπειρα αυτοκτονίας", που κινείται όπως και "Ο κύριος Πρόεδρος" στο χώρο της ηθογραφίας με διδακτικό προσανατολισμό. Στη συνέχεια ο Βώκος δημοσίευσε και εξέδωσε μεταξύ άλλων πεζοτράγουδα, θεατρικά έργα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Θεωρούμενο ως καλύτερο από την κριτική έργο του είναι ο "Εκτοπισμένος", διήγημα στο οποίο ο Βώκος επιχείρησε να εκφράσει το ψυχικό και φιλοσοφικό αδιέξοδο ενός συγγραφέα, με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεράσιμου Βώκου βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, "Γεράσιμος Βώκος" στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Αθήνα: Σοκόλης, 1997, σ. 76-90, Ε.Π.Φ., "Βώκος, Γεράσιμος" στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 7. Αθήνα: Πυρσός, 1929, Παναγιώτης Μουλλάς, "Βώκος, Γεράσιμος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 2, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1984, Δημήτρης Σταμέλος, "Βώκος, Γεράσιμος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 5, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., και Μιχάλης Γ. Μερακλής, "Βώκος, Γεράσιμος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ. 340. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ξενόπουλος Γρηγόριος

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του. Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη "Διάπλαση των Παίδων" η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες "αθηναϊκές επιστολές", στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί - αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι - οικογένεια - παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί - αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας - μιας γλώσσας ζωντανής - που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. "Η αδελφούλα μου" είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα. Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης - ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση. Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική. Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Σε αρκετά έργα του περιγράφονται και ζωντανεύουν παλαιότερες κοινωνίες κυρίως της Ζακύνθου. Σε χρόνια ακμής, δύναμης, μεγαλείου, πλούτου και πολιτισμού, αναζήτησε και βρήκε πλούσιο και άφθονο υλικό που το εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Ένα θαυμάσιο και ίσως το πιο πρωτότυπο έργο του είναι «Το Φάντασμα», μια πρωτάκουστη αληθινή ιστορία που διαδραματίσθηκε το ΙΗ΄ αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. "Ο Κόκκινος Βράχος" (1905) δίνει μια πετυχημένη απεικόνιση της ζακυνθινής ζωής. Πρόκειται για έναν έρωτα καταλύτη που τον βιώνει η ηρωίδα χωρίς τίποτα το κίβδηλο. Τρία από τα καλύτερα έργα του έχουν επίσης υπόθεση ζακυνθινή (Λάουρα 1915, Αναδυόμενη 1923, Τερέζα Βάρμα Δακόσια 1925). Εκείνα όμως που η κριτική αναγνώρισε αναμφίβολα τα καλύτερα μέσα στα τόσα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου, είναι οι "Πλούσιοι και Φτωχοί" (1919), και οι "Τίμιοι και Άτιμοι" (1921). Ανήκουν σε μια "κοινωνική τριλογία" όπου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω σε κοινωνικά θέματα και το πετυχαίνει άριστα. Δίπλα στο μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι και το θεατρικό του έργο. Επηρεασμένος από τον Ίψεν, δίνει το 1904 το πιο συγκροτημένο ίσως από τη θεατρική άποψη έργο του, "Το Μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας", με κέντρο μια ευγενική μορφή και το μυστικό της που αφορά μια σκόνη - μια άσπρη σκόνη που θεραπεύει τον καταρράκτη ματιών. Από τα θεατρικά του έργα αρκετά αντέχουν και σήμερα. Διατηρούνται στη ζωή όχι για λόγους νοσταλγίας, αλλά χάρη στα ολοζώντανα πρόσωπα που έπλασε ο συγγραφέας. Τα έργα του όπως ο "Πειρασμός", "Φιόρο του Λεβάντε", "Στέλλα Βιολάντη", "Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας", "Φωτεινή Σάντη", "Αναδυόμενη", "Ποπολάρος", κ.α. παίζονται στο Θέατρο, διασκευάζονται για τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ο Ξενόπουλος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1951 στην Αθήνα μακριά από το αγαπημένο του νησί.

Κρυστάλλης Κώστας

Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894). Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου, γιος του εύπορου εμπόρου Δημητρίου Κρυστάλλη και της συζύγου του Γιαννούλας, το γένος Ψαλίδα. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και μετά το θάνατό της μητέρας του, το δεύτερο γάμο του πατέρα του και την εγκατάσταση της οικογένειας στα Γιάννενα συνέχισε στη Ζωσιμαία Σχολή. Το 1887 τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Αι σκιαί του Άδου", το επαναστατικό πατριωτικό περιεχόμενο της οποίας έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του στην αλύτρωτη τότε ΄Ηπειρο και τον ανάγκασε να καταφύγει το 1889 στην Αθήνα, ενώ το τουρκικό στρατοδικείο τον καταδίκασε ερήμην του σε εικοσιπεντάχρονη εξορία. Στην Αθήνα εργάστηκε ως τυπογράφος για δυο χρόνια, δημοσίευσε το ιστορικό επύλλιο (σύμφωνα με δικό του χαρακτηρισμό) "Ο καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου", και έγραψε την ποιητική συλλογή "Χελιδόνες" και την ηθογραφία "Παρά την πηγήν". Αργότερα υπέβαλε στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό τη συλλογή "Αγροτικά", που τιμήθηκε με έπαινο. Εξακολούθησε να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα και αφηγήματα σε διάφορα έντυπα της εποχής και προσλήφθηκε στο περιοδικό "Εβδομάς", όπου από το 1892 δημοσίευε σε συνέχειες το λαογραφικό έργο του "Οι Βλάχοι της Πίνδου". Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για την ιστοριοδιφική έρευνα, ενώ δε σταμάτησε να αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδας του κυρίως ως συνεργάτης στην εφημερίδα "Φωνή της Ηπείρου" (1892-1894). Συνέταξε επίσης λήμματα για την ΄Ηπειρο στο Εγκυκλοπαιδικό λεξικό των Μπαρτ και Μπεκ. Το 1892 τιμήθηκε ξανά με έπαινο στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό για τη συλλογή του "Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης". Η προτίμηση της κριτικής επιτροπής προς τον Γεώργιο Στρατήγη για το πρώτο βραβείο προκάλεσε την αντίδραση του Κρυστάλλη αλλά και των λογοτεχνικών κύκλων.Στο τέλος του 1893 κέρδισε 2.500 δραχμές σε λαχείο και έτσι μπόρεσε το 1894 να δημοσιεύσει τα "Πεζογραφήματα". Την περίοδο εκείνη ο Κρυστάλλης εργαζόταν στη εταιρεία σιδηροδρόμων Πελοποννήσου και παρά τη δύσκολη κατάσταση της υγείας του ολοκλήρωσε το ποιήμα "Ο ψωμοπάτης", σε 259 στίχους χωρισμένους σε οχτώ κεφάλαια, αποτέλεσμα τελικής επεξεργασίας του μακροσκελούς ποιμενικού ειδυλλίου του Γκόλφω. Η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του υπήρξε ραγδαία, έφυγε για την Κέρκυρα και κατόπιν για την ΄Αρτα στο σπίτι της αδερφής του, όπου πέθανε σε ηλικία εικοσιέξι μόλις ετών. Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του Κρυστάλλη εντάσσονται στο ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και είναι γραμμένες σε καθαρεύουσα γλώσσα, αποτέλεσμα των επιρροών που δέχτηκε ο ποιητής από την επαφή του με το πνεύμα του αθηναϊκού ρομαντισμού. Με τα "Αγροτικά" του 1890 πέρασε στον κύκλο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, στρεφόμενος προς τη δημοτική γλώσσα, και το δημοτικό τραγούδι. Στην πεζογραφία οι επιρροές του εντοπίζονται στο χώρο των λαϊκών παραδόσεων. Και στα πεζά του χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, στράφηκε ωστόσο σύντομα προς τη δημοτική, στη χρήση της οποίας συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους. Ο πρόωρος θάνατος του Κρυστάλλη μας στέρησε μιας ωριμότερης δημιουργίας του και μιας πιο ολοκληρωμένης άποψης των δυνατοτήτων του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Κρυστάλλη βλ. Άγρας Τέλος, "Κρυστάλλης Κώστας", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΙΕ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1931, Αράγης Γιώργος, "Κώστας Κρυστάλλης", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900), σ.252-263. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Αργυρίου Αλεξ., "Κρυστάλλης Κώστας", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Μερακλής Μ.Γ., "Κώστας Κρυστάλλης", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.278-282. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Περάνθης Μιχαήλ, "Κρυστάλλης Κώστας", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και "Χρονολόγιο Κώστα Κρυστάλλη", Διαβάζω 326, 5/1/1994, σ.38-39. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αστέρης Λάμπρος

Επισκοπόπουλος Δ. Νικόλαος

Παπαδοπούλου Αλεξάνδρα

Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (1867-1906). Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1867 στη Βλάγκα της Κωνσταντινούπολης, κόρη του στρατιωτικού γιατρού Βασιλείου Παπαδόπουλου και της συζύγου του Ελένης το γένος Φαλιέρη. Είχε έναν αδερφό τον Ιωάννη (Τζαννή) που υπήρξε καθηγητής μεσαιωνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εφτά χρόνια μετά τη γέννησή της ο πατέρας της τοποθετήθηκε στον τουρκικό ναύσταθμο του Κεράτιου κόλπου και η οικογένεια μετακόμισε στο Χάσκιοϊ. Η Αλεξάνδρα φοίτησε ως οικότροφος στο παρθεναγωγείο της Παλλάδος - δουλεύοντας παράλληλα - και το 1886 πήρε πτυχίο δασκάλας. Οι προοδευτικές παιδαγωγικές της αντιλήψεις προκάλεσαν ρήξη με την καθηγήτριά της Σαπφώ Λεοντιάδου και της στέρησαν την ευκαιρία υποτροφίας για σπουδές στο εξωτερικό. Αμέσως μετά εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη δράση της υπέρ της τόνωσης του εθνικού φρονήματος κατά την παραμονή της στο παρθεναγωγείο της Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης (1897-1899), δράση που αναπτύχθηκε τόσο μέσω του εκπαιδευτικού και πολιτιστικού της έργου όσο και μέσω των ομιλιών και δημοσιεύσεων που πραγματοποίησε. Η στροφή της μάλιστα προς τη δημοτική γλώσσα προκάλεσε την πολεμική των συντηρητικών κύκλων και τον αποκλεισμό της από τα σχολεία της περιφέρειας της Πόλης με απόφαση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Κατέφυγε στο Βουκουρέστι ως το 1902 και να κερδίζει τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον και εργαζόμενη στο κοινοτικό παρθεναγωγείο Ευαγγελισμός, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης και συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά εθνικού περιεχομένου στον Τύπο. Μετά από απόρριψη του αιτήματός της για ανάληψη δράσης ενάντια στην προπαγάνδα των βαλκανικών δυνάμεων στη Μακεδονία ταξίδεψε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου από το 1905 ως το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του Πρακτικού Παρθεναγωγείου. Στην Αθήνα πραγματοποίησε λίγα σύντομα ταξίδια, διατηρούσε όμως επαφή με την πνευματική κίνηση της πρωτεύουσας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ταλαιπωρήθηκε από προβλήματα υγείας. Πέθανε στο νοσοκομείο του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1888 με τη δημοσίευση της έμμετρης κωμωδίας Λαχειοφόρον Γραμμάτιον στο Ημερολόγιον των Κυριών της Κωνσταντινούπολης (1888-1889), του οποίου υπήρξε συνεκδότις (με την Χ.Κορακίδου). Το 1889 πραγματοποίησε την πρώτη της έκδοση, με τη συλλογή διηγημάτων Δεσμίς διηγημάτων, την οποία προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού αλλά και του χρονογραφικού και αρθρογραφικού έργου της δημοσίευσε στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Φιλολογική Ηχώ κατά τη διετία 1896-1897, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε και στο δημοτικιστικό κίνημα. Συνεργάστηκε με τον εφήμερο και περιοδικό Τύπο της Πόλης (Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χρήστου Χιώτη, Κήρυξ, Ανατολικός Αστήρ) και - μετά την επιθετική εναντίον της τακτική - με έντυπα της Αθήνας (Εικονογραφημένη Εστία, Εθνική αγωγή, Νέα Ελλάς, Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ.Φ. Σκόκου). Το αφηγηματικό έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τοποθετείται χρονικά στην πεζογραφική παραγωγή της λεγόμενης γενιάς του 1880, η οποία εκπροσώπησε την άνθιση του πεζού - ιδιαίτερα του διηγηματικού - λόγου στη χώρα μας. Ωστόσο το έργο της αποκλίνει από την κυρίαρχη για την εποχή τάση της λυρικής ηθογραφίας στον ελληνικό πεζό λόγο. Βασικός άξονας της γραφής της Παπαδοπούλου είναι ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, ενώ η τεχνοτροπία της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού και της ψυχογραφικής διείσδυσης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου βλ. Άγρας Τέλλος, «Παπαδοπούλου Αλεξάνδρα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Ζήρας Αλέξης, «Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Στ’ (1880-1900), σ.392-415. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Παπακώστας Γιάννης, Η ζωή και το έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1980. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).