Availability: Εξαντλημένο

Η χαμηλή φωνή

Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς

SKU: 9789602110966

10,35

Εξαντλημένο

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Νεφέλη

Ημερ. Έκδοσης: 01/12/1990

Περιγραφή

Η ανθολογία που ακολουθεί, με ανθολόγο τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, ανήκει σε μια ασυνήθιστη κατηγορία. Έχει τη μεγαλύτερη δυνατή ομοιογένεια. Περιλαμβάνει αποκλειστικά ελάσσονες ποιητές και μόνο με τα λυρικά τους ποιήματα. Οι δύο αυτοί αποκλεισμοί αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για να φανεί η ανάπτυξη μιας ποίησης χαμηλόφωνης, που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μετριότητα και από την οποία δεν απουσιάζει το πάθος και η ένταση. Εξ’ άλλου λυρικά ποιήματα έγραψαν και οι μείζονες ποιητές και στο έργο τους συχνά συναντάμε λυρικούς τόνους. Κάποτε μάλιστα ολόκληρο το έργο ποιητών μείζονος σημασίας είναι λυρικό. Αφήνω που, εδώ και αρκετές δεκαετίες πριν, έχει υποστηριχθεί ότι όλη η -τότε- σύγχρονη καλή ποίηση ήταν λυρική, και ότι ποίηση και λυρισμός είναι έννοιες ταυτόσημες. […]

Αλέξανδρος Αργυρίου
Αθήνα, Ιούνιος 1990.

Συγγραφέας: Μαβίλης Λορέντζος, Γρυπάρης Ν. Ιωάννης, Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Μαλακάσης Μιλτιάδης, Παπαντωνίου Λ. Ζαχαρίας, Πορφύρας Λάμπρος, Λαπαθιώτης Ναπολέων, Φιλύρας Ρώμος, Γκόλφης Ρήγας, Μελαχρινός Απόστολος, Ουράνης Κώστας, Καρυωτάκης Γ. Κώστας, Παράσχος Β. Κλέων, Καρθαίος Κώστας, Άγρας Τέλλος, Παπανικολάου Μήτσος, Πολυδούρη Μαρία, Κοτζιούλας Γιώργος, Εμμανουήλ Καίσαρ, Σκαρίμπας Γιάννης
Επιμέλεια: Αναγνωστάκης Α. Μανόλης
Ανθολόγος: Αναγνωστάκης Α. Μανόλης
ISBN: 978-960-211-096-6

Πρώτη Έκδοση : 01/12/1990

Αριθμός Σελίδων : 223

Διαστάσεις : 21 x 14 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Μαβίλης Λορέντζος

Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912). Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία , όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen. Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας . Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Σημειώνεται επίσης ο ερωτικός δεσμός του Λορέντζου Μαβίλη με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου). Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου. Στο έργο του Μαβίλη έντονη παρουσιάζεται η σολωμική επίδραση, κυρίως στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα. Επίδραση δέχτηκε επίσης από τις παραδόσεις του Φίχτε, τις οποίες παρακολούθησε στη Γερμανία, και από τη φιλοσοφία του Καντ. Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έγραψε και πολλές μεταφράσεις.Τα πιο γνωστά σονέτα του: Λήθη, Καλλιπάτειρα, Ελιά, Μούχρωμα. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Λορέντζου Μαβίλη βλ. Χ.Δ. Γουνελάς, "Μαβίλης Λορέντζος" στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Μαρία Μαντουβάλου, "Λορέντζος Μαβίλης" στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παναγιώτης Περιστέρης, "Χρονολόγιο Λορέντζου Μαβίλη", περιοδικό "Πόρφυρας" (Κέρκυρα), τχ. 91, 7-9/1999, σ. 116-117. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών ΕΚΕΒΙ).

Γρυπάρης Ν. Ιωάννης

Χατζόπουλος Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1868 στο Βραχώρι Αγρινίου. Είναι το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου, που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές (Δημοτικό Σχολείο στο Αγρίνιο, Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι), το 1882 -σε ηλικία δεκατεσσάρων μόλις ετών- εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας· το 1888, αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891), εργάζεται για δύο χρόνια ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Από το 1893 και έως το 1900 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 επιστρατεύεται και υπηρετεί στην Άρτα. Επιστρέφει έπειτα στην Αθήνα, και τον επόμενο χρόνο (1898-1899) εκδίδει το περιοδικό "Η Τέχνη", το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παρότι βραχύβιο, το περιοδικό του Χατζόπουλου -συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου. Το 1990 κληρονομεί από τον παππού του κτηματική περιουσία και ταξιδεύει στη Γερμανία. Στη Δρέσδη γνωρίζει και παντρεύεται τη Φινλανδή Sunny Haggmann. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" των Μαρξ-Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο "Montenegro", θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση. Θα κηδευτεί και τα ταφεί στο Μπρίντιζι. Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του θα μεταφέρει τα οστά του και της γυναίκας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, τα πεζά "Αγάπη στο χωριό" (1910), "Ο πύργος του ακροπόταμου" (1915), "Φθινόπωρο" (1917) και τη σατιρική ηθογραφία "Ο Υπεράνθρωπος" (1915).

Μαλακάσης Μιλτιάδης

Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943). Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης του Αγαμέμνονα και της Ζωής το γένος Κερασοβίτη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, καταγόμενος από γενιά αγωνιστών του 1821 από την Πίνδο. Η μητέρα του απέκτησε συνολικά οχτώ παιδιά, επέζησαν όμως μόνο ο Μιλτιάδης και τρία κορίτσια. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία για ολόκληρη τη ζωή του. Τα γυμνασιακά του χρόνια πέρασε στο Μεσολόγγι, την Πάτρα και την Αθήνα και κατόπιν οικογενειακής πίεσης γράφτηκε το 1888 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου δεν αποφοίτησε ποτέ. Φοιτητής ακόμα δημοσίευσε ποιήματα αρχικά στην Εικονογραφημένη Εστία και αργότερα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (Διόνυσος, Τέχνη, Παναθήναια, Άστυ, Ακρόπολις κ.α.), ενώ έζησε κοσμική ζωή και ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1899 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συντρίμματα, αφιερωμένη στον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (Jean Moreas), τον οποίο γνώρισε το 1897 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής στον γραπτό λόγο ως μέλος της εταιρίας Εθνική Γλώσσα, οργάνου του δημοτικιστικού κινήματος. Το 1908 παντρεύτηκε την κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (και ξαφέλφη του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου) Ελίζα, με την οποία έζησε στο Παρίσι από το 1909 ως το 1915. Στο Παρίσι ο Μαλακάσης μπήκε στον κύκλο του Μοreas και ήρθε σε επαφή με το γαλλικό πνευματικό κόσμο της εποχής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1915, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί τη Γερμανία και την Κωνσταντινούπολη. Αναγορεύτηκε κοσμήτορας της βιβλιοθήκης της Βουλής, θέση την οποία διατήρησε από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937. Το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και το 1925 τύπωσε μια έκθεση περί βιβλιοθηκονομίας. Το 1932 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Μαλακάσης ολοκλήρωσε συνολικά δέκα ποιητικές συλλογές (από τις οποίες η Κυρά του Πύργου σε θεατρική μορφή). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από χειρόγραφά του τα Μεσολογγίτικα, επιλογή παλαιότερων ποιημάτων του. Επηρεάστηκε έντονα από τη μακροχρόνια φιλία του με τον Μορεάς, αξιοποιώντας στο έργο του στοιχεία ρομαντικά στην αρχή και κατόπιν παρνασσιστικά, συμβολιστικά και νεοκλασικιστικά. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποιητική μετάφραση με κατ' εξοχήν δημιουργία του τη μετάφραση της συλλογής του Μορεάς Στροφές, και με την πεζογραφία. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην επίδραση που άσκησε ο Μαλακάσης στους μεταγενέστερούς του ποιητές. Τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιλτιάδη Μαλακάση βλ. Άγρας Τέλλος, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΙΣτ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος δεύτερος· Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.255-257. Αθήνα, Ερμής, 1981), Νέα Εστία ΛΓ΄, 1/6/1943, αρ. 384, Μερακλής Μ.Γ., «Μιλτιάδης Μαλακάσης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.326-329. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Χαρτοματζίδου - Λιάμα Ι., «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Κουμάκη Κατερίνα, «Χρονολόγιο Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)», Διαβάζω 357, 11/1995, σ.130-133 και Γιάκος Δημήτρης, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. . (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παπαντωνίου Λ. Ζαχαρίας

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνω�� ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγήματα", ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο "Ο όρκος του πεθαμένου", διασκευή από το δημοτικό τραγούδι "Του νεκρού αδελφού", η ποιητική συλλογή "Τα Θεία Δώρα", το ιστορικό δοκίμιο "Ο Όθων" οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις "Άγιον Όρος" και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους "Βυζαντινός όρθρος" και "Η θυσία". Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πέθανε την πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου του 1940 από καρδιακή συγκοπή. Πολλά ανέκδοτα κείμενά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ζαχαρία Παπαντωνίου βλ. Άγρας Τέλλος, "Παπαντωνίου Ζαχαρίας", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια19. Αθήνα, Πυρσός, 1932 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος τρίτος· Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.308-312. Αθήνα, Ερμής, 1984), Αθανασιάδης Τάσος, "Παπαντωνίου Ζαχαρίας", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αθανασόπουλος Βαγγέλης, "Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου", Η παλαιότερη πεζογραφία μας ΙΑ΄ (1900-1914), σ.240-268. Αθήνα, Σοκόλης, 1998, Μερακλής Μ.Γ., "Ζαχαρίας Παπαντωνίου", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.350-353. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Καλαντζοπούλου Βίκυ, "Παπαντωνίου Ζαχαρίας", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Μαλαφάντης Κωσνταντίνος Δημ., "Χρονολόγιο Ζαχαρία Παπαντωνίου", Διαβάζω 285, 15/4/1992, σ.58-63. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πορφύρας Λάμπρος

Λαπαθιώτης Ναπολέων

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο "Νουμά" το ποίημα "Έκσταση". Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού "Ηγησώ", στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα "Εσπερινή" και το περιοδικό "Ελλάς" του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κ. Χρηστομάνο και τον Ά. Σικελιανό. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά "Δάφνη" και "Ανεμώνη" (1909-1910) με την εφημερίδα "Ελεύθερο Βήμα" (από το 1924) με το περιοδικό "Η Διάπλασις των παίδων" (1925), με το περιοδικό "Μπουκέττο" (1931), με τη "Νέα Εστία" (1933 -όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου), την "Πνευματική Ζωή" (1938) και τα Νεοελληνικά γράμματα (1940). Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή. Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν "Τα πρώτα ποιήματα" (1939). Εθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να πουλήσει τη βιβλιοθήκη του για βιοποριστικούς λόγους. Το 1944 αυτοπυροβολήθηκε στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού (νεανικά του πρότυπα στάθηκαν οι Walter Pater και Oscar Wilde). Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Έγραψε επίσης λογοτεχνικές μεταφράσεις και θεατρικά έργα ("Νέρων ο τύραννος", [1900], "Η τιμή της συζύγου" [1901], "Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα" [1908]) και ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη βλ. Γιώργος Παναγιώτου, "Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η εποχή του: χρονολογικός πίνακας", Περιοδικό "Η λέξη", τχ. 33, 3-4/1984, Αλίκη Παληοδήμου, "Ναπολέων Λαπαθιώτης: χρονοβιογραφία", Περιοδικό "Διαβάζω" τχ. 95, 30.5.1984, Τάσος Κόρφης, "Ναπολέων Λαπαθιώτης, συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του", Πρόσπερος, Αθήνα, 1985, Κατερίνα Κωστίου, "Λαπαθιώτης Ναπολέων", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1986, Ναπολέων Λαπαθιώτης, "Η ζωή μου· απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας", επιμ. Γιάννης Παπακώστας, α' έκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1986, β' έκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2009, Τάκης Σπετσιώτης, "Χαίρε Ναπολέων: Δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη", 'Αγρα, Αθήνα, 1999, Σωτήρης Τριβιζάς (επιμ. ), "Ναπολέων Λαπαθιώτης: μια παρουσίαση", Γαβιηλίδης (σειρά: "Εκ νέου"), Αθήνα, 2000, Μιχάλης Μ. Μερακλής, Ευδοκία Παραδείση, "Λαπαθιώτης Ναπολέων", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, Νίκος Σαραντάκος, επίμετρα στους συλλογές πεζογραφημάτων "Κάπου περνούσε μια ζωή", Ερατώ, Αθήνα, 2011, "Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες", Ερατώ, Αθήνα, 2011 και "Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες", Ερατώ, Αθήνα, 2013. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Φιλύρας Ρώμος

Ρώμος Φιλύρας (1889-1942). Ο Ρώμος Φιλύρας (ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Από το 1903, μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής ("Νουμάς", "Ακρόπολις", "Πρόοδος", "Νέα Ελλάς", "Πατρίς", κ.α.), όπου δημοσίευσε κυρίως χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο στρατό, έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Αποτάχθηκε το 1924 λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στα περιοδικά "Ηγησώ", "Νέα Εστία", "Κύκλος", "Ξεκίνημα" και ως το 1927, οπότε κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο ως το θάνατό του, εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές ("Ρόδα στον αφρό", "Γυρισμοί", "Οι ερχόμενες", "Κλεψύδρα", "Ο πιερότος", "Θυσία") και το πεζογράφημα "Ο θεατρίνος της ζωής". Η πρώτη εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε με ένα πεζογράφημα που δημοσιεύτηκε στο παιδικό περιοδικό της Μυτιλήνης "Χαραυγή". Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών στην "Διάπλαση των Παίδων", πάντα με το πραγματικό του όνομα, ενώ το 1903 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για την υπογραφή ποιημάτων που δημοσίευσε στο Νουμά. Ως ποιητής τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους. Επηρεάστηκε επίσης έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού και υπέταξε την τεχνική της γραφής του και τη γλωσσική του έκφραση στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν εβδομήντα ποιήματα που έγραψε στο Δρομοκαΐτειο με επιμέλεια του Τάσου Κόρφη. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει αθησαύριστο στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της εποχής του.

Γκόλφης Ρήγας

Ρήγας Γκόλφης (1886-1958). Ο Ρήγας Γκόλφης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Δημητριάδη) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στη συνέχεια ως συμβολαιογράφος. Συνεργάστηκε με το περιοδικό ο Νουμάς, στις σελίδες του οποίου δημοσίευσε αρχικά νομικά κείμενα και στη συνέχεια την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα τραγούδια του Απρίλη (1909). Ακολούθησε η δεύτερη ποιητική συλλογή Ύμνοι, στην οποία ανιχνεύονται στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Στις επόμενες συλλογές του στράφηκε προς μια έντονα ερωτική και αισθησιακή γραφή. Η ποίηση του Γκόλφη κινήθηκε γενικότερα στα χνάρια της σχολής του Παλαμά και πρόβαλε τη δημοτικιστική γλωσσική έκφραση. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ρήγα Γκόλφη βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Γκόλφης Ρήγας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Μερακλής Μ.Γ., «Ρήγας Γκόλφης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.498-499. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., «Γκόλφης Ρήγας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μελαχρινός Απόστολος

Ουράνης Κώστας

Κώστας Ουράνης (1890-1953). Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ουράνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Αργυρίου Αλεξ., «Ουράνης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Κώστας Ουράνης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.316-363. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Σταμέλος Δημήτρης, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη - Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καρυωτάκης Γ. Κώστας

Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια, αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την οποία και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: Κάθαρσις). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει. To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμιτικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικο "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες". Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα Πρέβεζα). Στις 21 Ιουλίου θέτει τέρμα στη ζωή του.

Παράσχος Β. Κλέων

Καρθαίος Κώστας

Κώστας Καρθαίος (1878-1955). Ο Κώστας Καρθαίος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέανδρου Λάκωνα) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του καθηγητή μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασιλείου Λάκωνα. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1900 με το βαθμό του αξιωματικού του Πεζικού και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και την Αυστρία 1907-1909). Στη συνέχεια ταξίδεψε ανά τη Γερμανία και επισκέφτηκε το Παρίσι και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε ως καθηγητής ανωτέρων μαθηματικών και πυροβολικής στο Σχολείο Υπαξιωματικών ως το 1912. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους και κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού το 1917 εξορίστηκε ως αντιβενιζελικός στη Θήρα και την Κέα. Τη θέση του στο στρατό επανέκτησε το 1920 και αποστρατεύτηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με το βαθμό του συνταγματάρχη. Κατά τη διάρκεια της αποστρατείας του έφτασε ως το βαθμό του αντιστράτηγου. Η πρώτη εμφάνιση του Κώστα Καρθαίου στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1917 με την έκδοση της μετάφρασης της ποιητικής συλλογής του Όσκαρ Ουάιλντ "Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ". Το 1921 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Τα τραγούδια του νησιού μου" και "Οι κηφισιώτικες μελωδίες". Υπήρξε αρχισυντάκτης του "Νουμά" (1919-1920), θέση από την οποία διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο δημοτικιστικό κίνημα και διευθυντής των "Νεοελληνικών Γραμμάτων" (1935). Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Πνευματική Ζωή" και "Νέα Εστία". Το 1935 διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και στη συνέχεια διευθυντής της δραματικής σχολής του θεάτρου, πρόεδρος της επιτροπής δραματολογίου και της καλλιτεχνικής επιτροπής. Συνεργάστηκε στη σύνταξη του "Εγκυκλοπαιδικού λεξικού" του Ελευθερουδάκη και στη "Γραμματική της Δημοτικής" του Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Το ποιητικό έργο του Κώστα Καρθαίου χαρακτηρίζεται από στοχαστική και χαμηλών τόνων λυρική διάθεση. Ιδιαίτερη αξία έχει η πνευματική του προσφορά στο χώρο της μετάφρασης. Μετέφρασε έργα των Σαίξπηρ, Θερβάντες ("Δον Κιχώτης"), Στρίντμπεργκ, Κλάιστ, Χάουπτμαν, Καλντερόν, Λόπε δε Βέγα και άλλων σημαντικών συγγραφέων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η νηφάλια μετριοπαθής στάση που τήρησε ο Καρθαίος στα πλαίσια της έξαρσης του δημοτικισμού που είχε οδηγήσει σε ακρότητες, στάση που είναι εμφανής στην αισθητική των μεταφράσεών του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Καρθαίου βλ. Άγρας Τέλλος, "Καρθαίος Κ.", "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 13. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Αθανασιάδης Τάσος, "Καρθαίος Κώστας", "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Κ.Καρθαίος", "Η ελληνική ποίηση· ρομαντικοί - εποχή του Παλαμά - μεταπαλαμικοί· ανθολογία - γραμματολογία", σ. 470. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., "Καρθαίος Κώστας", "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Άγρας Τέλλος

Τέλλος Άγρας (1899 - 1944). Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, γιος του σχολάρχη Γεωργίου Ιωάννου και της Ειρήνης Βλάχου. Είχε ένα μικρότερο αδερφό το Χρήστο. Το 1899 η οικογένειά του ήρθε στην Αθήνα και το 1906 μετακόμισε στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τέλειωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1907 έγινε συνδρομητής στη Διάπλαση των Παίδων, όπου πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία έντεκα μόλις ετών, στη στήλη της αλληλογραφίας. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησε και τα δυο μοναδικά ταξίδια της ζωής του, ένα στην Κάρυστο και ένα στη Χαλκίδα. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Το 1912 γράφτηκε στο Γυμνάσιο στην Αθήνα, μένοντας στο σπίτι της αδερφής της μητέρας του Αριστέας Βλάχου ως το 1925 που η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Μετά το θάνατο της θείας του ο Άγρας κράτησε το μικρό σπίτι της ως ερημητήριο. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Το 1914 ο Ξενόπουλος σχεδίαζε να κάνει τον Άγρα τακτικό συνεργάτη του περιοδικού, τα σχέδιά του αναβλήθηκαν όμως με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (πραγματοποιήθηκαν τελικά το 1916). Το 1916 τέλειωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1923). Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε το Μάη του ίδιου χρόνου με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Λύρα, Βωμός, Νέοι κ.α. Το 1918 βραβεύτηκε στο Σεβαστοπούλειο διαγωνισμό και στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Λονδίνου Εσπερία. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου και εξέδωσε τη μετάφραση των Στροφών του Jean Moreas, ενώ το 1926 πραγματοποίησε και δεύτερη έκδοση μεταφράσεων από το έργο του Moreas με μια μελέτη για την ποίηση του γαλλόφωνου έλληνα ποιητή και μια για τη λογοτεχνική μετάφραση. Από το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Έγραφε στη Νέα Εστία από τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας της και έγινε γρήγορα αρχισυντάκτης της (παραιτήθηκε από την αρχισυνταξία το 1932 και το 1936 ανέλαβε τη στήλη της αλληλογραφίας), ενώ δημοσίευσε επίσης κείμενά του στα Γράμματα, τη Νέα Ζωή, την Αλεξανδρινή Τέχνη (και τα τρία περιοδικά της Αλεξάνδρειας), το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και σε πολλά άλλα έντυπα. Το 1928 έγινε συνεργάτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Το 1934 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με τίτλο Τα βουκολικά και τα εγκώμια. Ακολούθησε (1939) η δεύτερη συλλογή του με τίτλο Καθημερινές (1923-1930), που τιμήθηκε το 1940 με το Κρατικό Βραβείο ενώ τα Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας (1929-1944) εκδόθηκαν μόλις το 1966. Το 1938 πέθανε ο πατέρας του και ο Άγρας μετακόμισε με τη μητέρα του στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Οι κακουχίες της γερμανικής κατοχής αποδυνάμωσαν περισσότερο την ήδη ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Τη μέρα της Απελευθέρωσης χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε το Νοέμβρη του 1944. Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού ( Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire κ.α.) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τέλλου Άγρα βλ. Ζήρας Αλέξης, «Άγρας Τέλλος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983 και Στασινοπούλου Μαρία, «Χρονολόγιο Τέλλου Άγρα», Διαβάζω 104, 17/10/1984, σ.14-21. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παπανικολάου Μήτσος

Ο Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), παράλληλα με το πρωτότυπο ποιητικό και μεταφραστικό του έργο, που συγκεντρώθηκε και εκδόθηκε από τον Τάσο Κόρφη, ασχολήθηκε με την κριτική. Δοκίμια και άρθρα του δημοσιεύθηκαν στη "Νεά Εστία", όπου αρκετά χρόνια κράτησε τη στήλη της κριτικής του βιβλίου, στα "Νεοελληνικά Γράμματα", στο "Μπουκέτο" και σε άλλα βραχύβια περιοδικά της εικοσαετίας 1920-1940. Το κριτικό έργο του Μήτσου Παπανικολάου, που είχε για βασικό θέμα του την ποίηση, μπορεί να διαιρεθεί στις κριτικές παρουσιάσεις των ποιητών (Γάλλων προπάντων) που μελέτησε και μετέφρασε, στα λίγα δοκίμιά του για Νεοέλληνες ποιητές, στις βιβλιοκρισίες του και σε μερικά άρθρα του επάνω σε θέματα της πνευματικής επικαιρότητας. Μια εργασία μικρή σε έκταση αλλά και υψηλή σε ποιότητα, γεμάτη σωστές αισθητικές θέσεις, οξύτατες παρατηρήσεις και αντικειμενικές εκτιμήσεις. Ας μη λησμονούμε πως ο Μήτσος Παπανικολάου ήταν ένας από τους πρώτους που έγραψε, με διεισδυτικότατες προοράσεις που επαληθεύθηκαν από το χρόνο, για το ξεκίνημα του Ελύτη, για τη σημασία του έργου του Σεφέρη και του Σαραντάρη και για το έργο άλλων συγχρόνων του και παλαιότερων.

Πολυδούρη Μαρία

Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα, κόρη του γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής το γένος Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Γύθειο, τα Φιλιατρά και την Καλαμάτα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και το 1916 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο "Ο πόνος της μάνας" στο περιοδικό "Οικογενειακός Αστήρ". Τον ίδιο χρόνο συγκέντρωσε ποιήματα στη συλλογή "Μαργαρίτες", την οποία δεν εξέδωσε. Το 1918 διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα η μητέρα της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Τότε γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα, και δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά "Έσπερος" (Σύρου), "Ελληνική Επιθεώρησις", "Πανδώρα", "Παιδική Χαρά" και "Εύα". Το 1924 γνώρισε τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε τις σπουδές της και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πήρε μέρος σε παράσταση του έργου του Νικοντέμι "Το Κουρέλι" και πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή ραπτικής Pigier. Στο Παρίσι προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charite. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία και αργότερα στην κλινική Χρηστομάνου, όπου πέθανε σε ηλικία εικοσιοχτώ χρόνων. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της πρόλαβε να εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Τρίλλιες που σβύνουν" (1928) και "Ηχώ στο χάος" (1929). Η Μαρία Πολυδούρη τοποθετείται στη γενιά των νεορομαντικών ή παρακμιακών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, μαζί με ονόματα όπως του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Κώστα Ουράνη. Στο πρώιμο ποιητικό της έργο (πριν το ταξίδι της στο Παρίσι) διακρίνονται έντονες νεορομαντικές τάσεις, επιρροές από το ρεύμα του συμβολισμού και βιωματικό ύφος, ενώ μετά την αρρώστια της, την επιστροφή στην Αθήνα και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη το μελοδραματικό στοιχείο υποχωρεί και ο λόγος της γίνεται πιο επιμελημένος. Η γραφή της είναι έντονα φορτισμένη συναισθηματικά με θεματικό προσανατολισμό γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Έγραψε επίσης μια νουβέλα με τίτλο "Μυθιστόρημα" και κάποιες ποιητικές μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων της του 1982 με επιμέλεια του Τάκη Μενδράκου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Μαρίας Πολυδούρη βλ. Άγρας Τέλλος, "Πολυδούρη Μαρία", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 20. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Ζήρας Αλεξ., «Πολυδούρη Μαρία», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Πολυδούρη Μαρία», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Κοτζιούλας Γιώργος

Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956). Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα (Ραψίστα) της Ηπείρου. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρομικός διανομέας. Τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, το Σχολαρχείο στο Καλέντζι Ιωαννίνων και το Γυμνάσιο στην Άρτα. Το 1926 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν ως διορθωτής και μεταφραστής σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Λόγω των δύσκολων συνθηκών εργασίας του προσβλήθηκε από φυματίωση το 1934, αρρώστια που τον ταλαιπώρησε στην υπόλοιπη ζωή του. Νοσηλεύτηκε για μικρά χρονικά διαστήματα στην Πάρνηθα, την Πεντέλη και την Αθήνα, κυρίως όμως έμενε σε φίλους, καθώς συχνά παρέμενε άστεγος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά διώχτηκε λόγω της αριστερής του δράσης και το 1940 επέστρεψε στη γενέτειρά του. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση και έδρασε στον ΕΛΑΣ, όπου οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα και πήρε μέρος στην ίδρυση του θιάσου "Λαϊκή Σκηνή", με τον οποίο περιόδευσε στα ελληνικά χωριά. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1945, παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο. Πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1924 με τη δημοσίευση στίχων στην "Ηπειρωτική Ηχώ" των Ιωαννίνων, καθοριστική όμως για την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ήταν η εμφάνισή του στο περιοδικό "Μπουκέτο". Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά όπως η "Οικογένεια", η "Πνοή", τα "Ελληνικά Γράμματα", η "Νέα Εστία", ο "Λόγος", ο "Ρυθμός", τα "Νεοελληνικά Γράμματα", η "Πνευματική Ζωή", τα "Νέα Φύλλα", η "Ποιητική Τέχνη". Το 1932 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εφήμερα". Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, το δοκίμιο, την κριτική και το θέατρο (την περίοδο του αγώνα του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου έγραψε θεατρικά έργα για το θίασο της Λαϊκής Σκηνής ("Ξύπνα ραγιά", "Ο κομματάρχης", "Το πρόστιμο του δασικού"). Η ποίηση του Γιώργου Κοτζιούλα τοποθετείται χρονικά στην ανανεωτική ποίηση του μεσοπολέμου, στην ουσία όμως συνεχίζει την παράδοση της αμέσως προηγούμενής του ποιητικής γενιάς κινούμενη στα χνάρια του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού όπως εκφράστηκαν μέσα από την παραδοσιακή στιχουργική ποιητών όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Τέλλος Άγρας. Η γραφή του ακολούθησε μια εξελικτική πορεία από το πνεύμα της νοσηρότητας και της ειρωνικής διάθεσης σε ένα ρεαλιστικότερο και πιο βιωματικό κλίμα, κυρίως μετά την ένταξή του στον ΕΛΑΣ και την στράτευσή του στην κομμουνιστική ιδεολογία. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Κοτζιούλα βλ. Γιώργος Παιδαρος, "Κοτζιούλας Γιώργος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Κώστας Στεργιόπουλος (επιμέλεια), "Γιώργος Κοτζιούλας", στο "Η ελληνική ποίηση· η ανανεωμένη παράδοση", Σοκόλης, 1980, Αλέξανδρος Αργυρίου, "Κοτζιούλας Γιώργος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 5, Εκδοτική Αθηνών, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Εμμανουήλ Καίσαρ

Σκαρίμπας Γιάννης

Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984). Τα αυτοβιογραφικά σημειώματα του Σκαρίμπα αλληλοαναιρούνται ως προς τις πληροφορίες γύρω από τον τόπο και το χρόνο γέννησής του. Βάσει ερευνών μετά το θάνατο του λογοτέχνη ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893 στο Αίγιο της Αχαΐας, γιος του Ευθύμιου Σκαρίμπα και της Ανδρομάχης το γένος Λιάκου Σκαρτσίλα. Ο πατέρας του ήταν πληβείος, η μητέρα του όμως καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν μορφωμένη. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Καλλιόπη (γεν. το 1915) που ασχολήθηκε με την ποίηση. Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο της Ιτέας. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του λόγω των υψηλών επιδόσεών του ο μικρός Γιάννης γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (τέλειωσε το 1908) και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης. Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας "Singer" στην Πάτρα. Στο τέλος του επόμενου χρόνου στρατεύτηκε για να πολεμήσει στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, όπου πήρε το βαθμό του δεκανέα. Μετά την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το τάγμα του Σκαρίμπα μεταφέρθηκε στο μακεδονικό μέτωπο. Εκεί διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για ένα τραύμα στο σβέρκο. Τον Οκτώβρη του 1916 πήρε άδεια και επέστρεψε στην Αγία Ευθυμία. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απαλλάχτηκε των στρατιωτικών του καθηκόντων καθώς είχε πετύχει σε ένα διαγωνισμό τελωνοφυλάκων. Το 1919 τοποθετήθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη (με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά) και μετά το γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιάτική Καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας είχε ολοκληρώσει τα εννιά πρώτα διηγήματά του, ωστόσο η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα. Τότε μελέτησε νεοελληνική ποίηση και δημοτικό τραγούδι, καθώς επίσης έργα των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Κνουτ Χάμσουν, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Χένρικ Ίψεν και Όσκαρ Ουάιλντ, που επηρέασαν το έργο του. Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του "Στις πετροκολόνες στο λιμάνι" και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Κώστα Μπαστιά "Ελληνικά Γράμματα" για το έργο του "Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης", που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή (Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας). Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Καϋμοί στο Γρυπονήσι". Στροφή στην μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο "Το θείο Τραγί" και εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο "Μαριάμπας" που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ουλαλούμ". Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας "Εύριπος" και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών. Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα και το 1942 σημειώθηκε η πολύκροτη δίκη που κίνησε εναντίον του Αργύρη Βαλσαμά για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ο τελευταίος είχε ισχυρισθεί πως το θεατρικό έργο του Σκαρίμπα "Η γυναίκα του Καίσαρος" ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής από το έργο του Σόμμερσετ Μωμ "Το βαμμένο πέπλο". Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ, ωστόσο δε διώχτηκε ούτε εξορίστηκε και το 1945 κυκλοφόρησε τη βραχύβια εφημερίδα "Λευτεριά". Υποτονική ήταν η πολιτική του δραστηριότητα και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αλλά και αργότερα στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μελέτες. Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (1964) και το Δήμο Χαλκιδέων (1978), καθώς και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το βιβλίο του "Φυγή προς τα Εμπρός". Πέθανε στην τελευταία κατοικία του στην οδό Κομίνη 8 της Χαλκίδας και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη. Ο Γιάννης Σκαρίμπας τοποθετείται χρονικά στη γενιά του τριάντα, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση και αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην Ελλάδα. Η πεζογραφική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο της, μέσω της συστηματικής εξάρθρωσής της (τεχνική που παραπέμπει στο σουρεαλισμό) και την τοποθέτηση της πλοκής στο επίπεδο του προσχήματος, ενώ παράλληλα και συμπληρωματικά στην πρωτοποριακή γραφή του κινείται και το ποιητικό του έργο. Ο Σκαρίμπας υπήρξε ένας από τους εισηγητές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και του θεάτρου (πολλοί μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο έλληνα θεατρικό συγγραφέα του παραλόγου). Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Κωστίου Κατερίνα, "Σκαρίμπας Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κωστίου Κατερίνα, "Από το εργαστήρι του Γιάννη Σκαρίμπα · Εκπλήξεις και παγίδες", Περίπλους44, 3-6/1997, σ.35-51, Παπαδημητρακόπουλος Ηλίας Χ., "Γιάννης Σκαρίμπας", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.8-31. Αθήνα, Σοκόλης, 1993, Παπαστάμος Γιώργος, "Έργο-Βιογραφίας χρονολόγιο του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984)", Διαβάζω 269, 4/9/1991, σ.20-27 και Επτά Ημέρες Καθημερινής, "Η Χαλκίδα του Γιάννη Σκαρίμπα", 6/4/1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).