Availability: Σε Αποθεμα

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες…

(Τόμος 2)

Σημειώσεις στο περιθώριο των ποιημάτων που διαβάζουν οι ίδιοι οι ποιητές: Ρίτσος, Βρεττάκος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος

SKU: 9789604550258

13,36

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Μεταίχμιο

Ημερ. Έκδοσης: 01/07/2006

Περιγραφή

O τόμος αυτός περιέχει ποιήματα των Ρίτσου, Βρεττάκου, Ελύτη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου.
Κάθε τόμος περιλαμβάνει:
-Εργοβιογραφικό σημείωμα κάθε ποιητή
-Επιλεγμένα αντιπροσωπευτικά ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία των Kειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου και του Λυκείου
-Σύντομη ερμηνευτική παρουσίαση κάθε ποιήματος.

Συγγραφέας: Ρίτσος Γιάννης, Βρεττάκος Νικηφόρος, Ελύτης Οδυσσέας, Εμπειρίκος Ανδρέας, Εγγονόπουλος Νίκος
Επιμέλεια: Γεωργιάδου Αγάθη
Ανθολόγος: Γεωργιάδου Αγάθη
ISBN: 978-960-455-025-8

Πρώτη Έκδοση : 01/07/2006

Αριθμός Σελίδων : 171

Διαστάσεις : 16 x 12 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Τόμος : 2

Ρίτσος Γιάννης

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990). Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας, γιος του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας το γένος Βουζουναρά. Είχε τρία αδέρφια. Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μανώλης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη "Διάπλαση των Παίδων" με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Το 1925 ολοκλήρωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του και έτσι ο Ρίτσος εργάστηκε στην Αθήνα, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 αρρώστησε από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Υπήρξε βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Το Γενάρη του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία, όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη Σωτηρία ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας. Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο Άσυλο Φυματικών της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης. Τον Οκτώβρη του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) · πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, που βγήκε το 1939. Το 1933 συνεργάστηκε με το περιοδικό της Αριστεράς Πρωτοπόροι και δούλεψε στο εμπορικό θέατρο για τέσσερα χρόνια (θίασοι Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Μακέδου). Στο χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε επίσης στις στήλες του "Ριζοσπάστη" -όπου δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή "Τρακτέρ" με το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ- και των "Ελεύθερων Γραμμάτων" (1945). Το 1934 προσλήφθηκε ως επιμελητής εκδόσεων του οίκου Γκοβόστη και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε.. Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον επόμενο χρόνο προσλήφθηκε στο Βασιλικό Θέατρο και το 1940 στη Λυρική Σκηνή. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών επισκεπτόταν συχνά την Καισαριανή, συναντήθηκε με τον Άρη Βελουχιώτη και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη την Έρη. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και το 1959 επισκέφτηκε τη Ρουμανία. Το 1962 επισκέφτηκε ξανά τη Ρουμανία όπου συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ και κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο, το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε υπό κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λόγους υγείας. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ πως ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε με το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Biennale του Knokk - le - zont στο Βέλγιο (1972), το Διεθνές Βραβείο Δημητρώφ στη Σόφια (1975), το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης Alfred de Vigny, το βραβείο Λένιν (1977), το Διεθνές Βραβείο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης (1979), το βραβείο Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης του ΟΗΕ, το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων (1987), το Μετάλλιο Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη (1989), τον Μεγάλο Αστέρα της Φιλίας των Λαών (Γ. Λ. Δ.), το μετάλλιο Ζολιό - Κιουρί (1990). Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1937) και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της Ο. Δ. Γ, και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (1975), Μπίρμιγχαμ (1978), Karl Marx της Λειψίας (1984), της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1987). Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου στάθηκε η στράτευσή της στην υπηρεσία του ανθρωπισμού, της αγάπης και της ελληνικότητας. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης πνευματικής πορείας του ο Ρίτσος πέρασε γρήγορα από το χώρο του νεορομαντισμού-νεοσυμβολισμού του μεσοπολέμου στην πολιτικά στρατευμένη υπέρ του κομμουνισμού τέχνη, στα πλαίσια της οποίας διαμόρφωσε μια γνήσια λυρική γραφή και πρόβαλε την κοσμοθεωρία του, παραμένοντας σ' όλη τη ζωή του ένας εξαιρετικά ευαίσθητος δέκτης των συνεπειών των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων τόσο στην Ελλάδα, όσο και σ' όλο τον κόσμο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Ρίτσου βλ. Βελουδής Γ., "Ρίτσος Γιάννης", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Αγγελική Κώττη, "Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου", περιοδικό "Νέα Εστία", τχ. 130, Χριστούγεννα 1991, αρ. 1547, σ. 4-9, Θοδωρής Πετρόπουλος, "Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου", περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 205, 21/12/1988, σ. 34-46, Γιάννης Η. Παππάς, "Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου", περιοδικό "Ελί-τροχος", τχ. 4-5, Χειμώνας 1994-1995, σ. 15-31, Αγγελική Κώττη, "Γιάννης Ρίτσος: ένα σχεδίασμα βιογραφίας", Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997, και Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα & Γιώργης Γιατρομανωλάκης, "Γιάννης Ρίτσος 1909-1990: εκατό χρόνια από τη γέννησή του", Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αθήνα, 2010. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Βρεττάκος Νικηφόρος

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελεάκη. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο (το 1927 αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Γυθείου). Το 1928, σε ηλικία δεκάξι μόλις χρόνων, έδωσε δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέμα "Χριστιανισμός - Μαρξισμός". Το 1929 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει, δεν τα κατάφερε όμως, κυρίως λόγω οικονομικής ανέχειας (είχε προηγηθεί ασθένεια και χρεοκοπία του πατέρα του). Εγκαταστάθηκε στα Κάτω Πατήσια και με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Θαλή Στ. Κουτούπη προσλήφθηκε στην εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τιρνάσου στη Λακωνία. Από το 1930 ως το 1931 έκανε διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα στράφηκε στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη για τέσσερις μήνες (καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας). Το 1934 εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με την Καλλιόπη Αποστολίδη, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο και με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Τζένη και ένα γιο τον Κώστα. Το 1935 εργάστηκε στα Μεταξουργία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή. Το 1940 στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Η ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Το αγρίμι. Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Την περίοδο εκείνη πέθανε ο πατέρας του και η ταφή του έγινε στην Πλούμιτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε τη διαμαρτυρία των ελλήνων λογοτεχνών "Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας". Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό, φίλο του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1958, μετά το ταξίδι του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Ο ένας από τους δύο κόσμους", με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. Το 1949 εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο "Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου", εξαιτίας του οποίου διαγράφτηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα", στο οποίο ήταν διευθυντής. Τότε γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση - Μilliex και τον Roger Milliex, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Το 1954 η γυναίκα του απολύθηκε από τη θέση της στον Ο.Λ.Π. λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Κατά το σχολικό έτος 1955-1956 αναγκάστηκε να εργαστεί σε σχολείο των Ιωαννίνων. Μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας επέστρεψε στην παλιά της θέση. Το 1955 ο Βρεττάκος εκλέχτηκε στο Δήμο Πειραιά (1955-1959). Σημαντική υπήρξε η συμβολή του από τη θέση αυτή στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο, Λ.Κουκούλα κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, προσκεκλημένος των σπουδαστών της Μόσχας. Στη Μόσχα γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το 1961 επισκέφτηκε τον τάφο του πατέρα του στην Πλουμίτσα. Το 1962 διαλύθηκε ο Συνεταιρισμός Εκτελωνιστών και ο Βρεττάκος έμεινε άνεργος. Το 1964 εργαζόταν ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα του 1967 ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο "Οδύνη" που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1974 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1991 επισκέφτηκε την Πλούμιτσα με τη γυναίκα, την κόρη του και την οικογένειά της. Εκεί πέθανε τον Αύγουστο από καρδιακή ανακοπή. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη. Η πρώτη εμφάνιση του Νικηφόρου Βρεττάκου στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια με τίτλο Κάτω από σκιές και φώτα (εκδόθηκαν το 1933). Ως το 1940 εξέδωσε έξι συλλογές, τις οποίες συγκέντρωσε στον τόμο "Γκριμάτσες του ανθρώπου". Ακολούθησαν πολλές ποιητικές συλλογές ως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη ως δεύτερο ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του με τίτλο "Τα ποιήματα 1929-1951". Από την περίοδο αυτή αναφέρουμε ενδεικτικά την ποιητική συλλογή του "Πλούμιτσα" (1950), ενδεικτική της στροφής του Βρεττάκου από το νεανικό λυρισμό προς την απλή και έντονα δραματική γραφή. Ακολούθησε η τρίτη και ωριμότερη περίοδος της δημιουργίας του, όπου επιχείρησε μια εξισορρόπηση των λυρικών και δραματικών στοιχείων στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του. Σημειώνονται τα έργα του "Στον Ρόμπερτ Όπενχάιμερ" (1954), "Το βάθος του κόσμου" (1961), "Ο διακεκριμένος πλανήτης" (1983), "Συνάντηση με τη θάλασσα" (1991). Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , την κριτική (το 1960 εξέδωσε τη μελέτη "Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του") και τη δημοσιογραφία. Από το 1946 ως το 1949 εργάστηκε στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" (αρχικά στη στήλη του βιβλίου, στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής). Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά και τις εφημερίδες "Προοδευτική Αλλαγή" (1951, με το ψευδώνυμο Θυμόσοφος), "Ελληνικά Χρονικά" (1952-1954), "Επιθεώρηση Τέχνης" (1956), "Ανεξάρτητος Τύπος" (1958), "Επιστήμη και Ζωή" (1959), "Δρόμοι της Ειρηνης" (1961), "Κόσμος" (1962), "Ελευθεροτυπία" (1975). Τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το βραβείο Knocken και το βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το βραβείο του τίμιου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από του Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984), το μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (1989). Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού των Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού , μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1991). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικηφόρου Βρεττάκου βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, "Βρεττάκος Νικηφόρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 2, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γεωργία Κακούρου - Χρόνη, "Χρονολόγιο Νικηφόρου Βρεττάκου", στο "Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991)", επιμ. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Αθήνα, 1993 και Αλέξης Ζήρας, "Βρεττάκος Νικηφόρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 333-334. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ελύτης Οδυσσέας

Το πραγματικό του όνομα είναι Οδυσσέας Αλεπουδέλης και γεννήθηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά η καταγωγή του ήταν από την Λέσβο. Το 1914 η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του ο νεαρός Οδυσσέας και στη συνέχεια άρχισε πανεπιστημιακές σπουδές στη Νομική Σχολή που τις εγκατέλειψε το 1936 για να υπηρετήσει τη θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Στα γράμματα ο Ελύτης εμφανίστηκε το 1935, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα" που συγκέντρωνε τους περισσότερους λογοτέχνες της ονομαζόμενης "Γενιάς του Τριάντα". Η γνωριμία του τον ίδιο χρόνο με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ενίσχυσε τις επαναστατικές υπερρεαλιστικές του απόψεις. Κατά την ιταλική επίθεση το 1940 κατά της Ελλάδας κατατάχτηκε στο στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Στην κατεχόμενη Αθήνα έγραψε τον "Ήλιο τον πρώτο" και τα πρώτα σημαντικά πεζά του. Από το 1948 ως το 1951 πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια στη δυτική Ευρώπη, με ορμητήριο το Παρίσι, όπου, μέσα στο εχθρικό γι' αυτόν κλίμα της υπαρξιακής στράτευσης, στερεώθηκαν οι δικές του πεποιθήσεις, αυτές που διακυρύσσονται στο "Άξιον Εστί". Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου, ανάμεσα στο σύνθημα "η φαντασία στην εξουσία" που εξήγγειλε η επανάσταση του Μάη, και τη δυσφορία για την Απριλιανή δικτατορία στην Ελλάδα, έγραψε τα ποιήματα "Το φωτόδεντρο", "Το μονόγραμμα", "Ο ήλιος ο ηλιάτορας", "Τα ρω του έρωτα". Στην Αθήνα επέστρεψε το 1971. Την περίοδο αυτή και ως την βράβευσή του το 1979 από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ, έγραψε πεζά κείμενα για το Θεόφιλο ("Ο ζωγράφος Θεόφιλος", 1973), τον Παπαδιαμάντη ("Η μαγεία του Παπαδιαμάντη", 1974), τον Εμπειρίκο ("Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο", 1979) και το "σκηνικό ποίημα" "Η Μαρία Νεφέλη" (1978). Πριν και ύστερα από το διεθνές βραβείο, ανακηρύχτηκε διδάκτορας από διάφορα πανεπιστήμια, όπως της Θεσσαλονίκης (1975), του Παρισίου (Σορβόνη, 1980) και του Λονδίνου (1981). Άλλα έργα του: "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" (1945), "Καλοσύνη στις λυκοποριές" (1947), "Αλβανιάδα" (1962), "Ετεροθαλή" (1974), το "Σηματολόγιον" (1977), "Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας" (1982), το "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" (1984), μια σύνθεση-μετάφραση των σωζόμενων αποσπασμάτων της Σαπφώς με τίτλο "Σαπφώ, ανασύνθεση και απόδοση" (1984), "Αποκάλυψη του Ιωάννη" (1985), και "Ο μικρός ναυτίλος" (1985). Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τους Μ.Χατζιδάκη, Μ.Θεοδωράκη, Γ.Μαρκόπουλο, κ.ά.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, και σε άλλες γλώσσες. Πέθανε το 1996 σε ηλικία 85 ετών.

Εμπειρίκος Ανδρέας

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στην Μπράιλα της Ρουμανίας και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue. Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη περί "Περί σουρρεαλισμού" και εκδίδει την "Υψικάμινο", το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο, ενώ αρχίζει την άσκηση της ψυχανάλυσης, την οποία θα διακόψει το 1951. Το 1945 κυκλοφορεί η "Ενδοχώρα" και ακολουθούν τα "Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία", το 1960, και η "Αργώ ή Πλους αεροστάτου" το 1964-65 στο περ. "Πάλι", με περικοπές. Μετά το θάνατό του, το 1980 κυκλοφορεί πλήρης η "Αργώ", η συλλογή "Οκτάνα" καθώς και το θεατρικό έργο του Πικάσσο, "Τα τέσσερα κοριτσάκια" σε μετάφραση του ποιητή. Το 1985 εκδίδεται το "Αι γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες" και το "Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι" (εισαγωγή σ' ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε). Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο "Μέγας Ανατολικός", το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου που το επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας. Το 1995, για να τιμηθούν τα 20 χρόνια από το θάνατο του ποιητή, εκδόθηκε μια πλακέτα με το ποίημά του "ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-ΕΡ Ρωσσία". Το 1997 κυκλοφόρησε το ανέκδοτο πεζό του "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης", που ανήκει στην ενότητα "Τα χαϊμαλιά του έρωτα", όπου ανήκει και η "Αργώ". Το 1999 κυκλοφόρησαν σε ανεξάρτητη έκδοση τα δύο εγκώμια για τον Ν. Εγγονόπουλο: "Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου" και "Διάλεξη 1963". Επίσης το 2001 κυκλοφόρησε και το "Ημερολόγιο" και οι φωτογραφίες του ποιητή από το Ταξίδι στη Ρωσσία τον Δεκέμβριο του 1962 με τον Ο. Ελύτη και τον Γ. Θεοτοκά. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι από τους κύριους εισηγητές της επιστήμης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα με τον Δ. Κουρέτα και τον Γ. Ζαβιτζιάνο, με τη συνεργασία και τη συνδρομή της Μαρίας Βοναπάρτη. Ο ίδιος άσκησε την ψυχαναλυτική πρακτική επί δεκαέξι έτη (1935-1951). Τα Ψυχαναλυτικά κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2001. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα, όπου έχουν εκδοθεί και το κείμενο του Έκτορα Κακναβάτου "Για τον Μεγάλο Ανατολικό" καθώς και η μελέτη του Σάββα Μιχαήλ, "Πλους και κατάπλους του Μεγάλου Ανατολικού" και τα κριτικά μελετήματα του Guy (Michel) Saunier, με τίτλο: "Ανδρέας Εμπειρίκος: Μυθολογία και ποιητική". Το 2001 κηρύχτηκε Έτος Εμπειρίκου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και οργανώθηκαν πολλές τιμητικές εκδηλώσεις (συνέδρια, εκδόσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών κ.λπ.) (πηγή: Εκδόσεις Άγρα)

Εγγονόπουλος Νίκος

Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο "εργασίας αιχμαλώτων", από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Τα έργα του είναι: - "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν", 1938 - "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής", 1939 - "Επτά ποιήματα", 1944 - "Μπολιβάρ", 1944 - "Η επιστροφή των πουλιών", 1946 - "Έλευσις", 1948 - "Ο Ατλαντικός" (ανάτυπο από το περιοδικό "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση"), 1954 - "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω", 1957 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1958) - "Ποιήματα", τ. Α', Ίκαρος, 1966 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν" και "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής") - "Ελληνικά σπίτια", 1972 - "Ποιήματα", τ. Β', Ίκαρος, 1977 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μπολιβάρ", "Η επιστροφή των πουλιών", "Έλευσις", "Ο Ατλαντικός", "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω") - "Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες", 1978 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1979) - "Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών", Ύψιλον, 1980, Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία: - "Πεζά κείμενα" (συγκεντρωτική έκδοση), Ίκαρος, 1987 - "... και σ' αγαπώ παράφορα: Γράμματα στη Λένα 1959-1967" (επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 1993 - "Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλού ελληνικά... (συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, σε επιμ. Γιώργου Κεντρωτή)", Ύψιλον, 1999 - "Το μέτρον, ο άνθρωπος: πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες", Ύψιλον, 2005 - "Ωραίος σαν Έλληνας: ποιήματα/The Beauty of a Greek: Poems" (δίγλωσση έκδοση, σε ανθολόγηση, μετάφραση & επιμ. David Connolly), Ύψιλον, 2007 Μετέφρασε, επίσης, πολλά έργα ξένων ποιητών. Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος. Στη ζωγραφική, δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Φώτης Κόντογλου, άνθρωποι στους οποίους ο Εγγονόπουλος αναφερόταν πάντα με θαυμασμό. Ο ίδιος έλεγε: "Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό".