Availability: Εξαντλημένο

Κούκλες και παιχνίδια

Δοκίμια

SKU: 9789603251866

8,87

Εξαντλημένο

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Άγρα

Ημερ. Έκδοσης: 01/12/1996

Συγγραφέας: Πλούταρχος, Kleist von Heinrich, Baudelaire Charles
ISBN: 978-960-325-186-6

Πρώτη Έκδοση : 01/12/1996

Αριθμός Σελίδων : 121

Διαστάσεις : 17 x 12 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Πλούταρχος

Ο Πλούταρχος (περ. 45 - περ. 120 μ.Χ.) καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας της Βοιωτίας, όπου γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Φοίτησε στην Ακαδημία της Αθήνας και ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια, στη Μικρά Ασία και την Ιταλία. Επισκέφθηκε τουλάχιστον δύο φορές τη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με κύκλους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμήθηκε με διάφορα δημόσια αξιώματα. Επί "πολλάς πυθιάδας", τουλάχιστον είκοσι χρόνια, διετέλεσε πρωθιερέας του μαντείου των Δελφών. Έμεινε γνωστός ως ο μεγάλος βιογράφος της αρχαιότητας, χάρη στους πενήντα (από τους οποίους σώζονται οι 48) "Βίους Παραλλήλους επιφανών Ελλήνων και Ρωμαίων". Το έργο του περιλαμβάνει επιπλέον περίπου διακόσια (σώζονται 78) κείμενα ποικίλης θεματολογίας, δοκίμια, ομιλίες και διαλόγους, στο σύνολο των οποίων δόθηκε, όχι απολύτως εύστοχα, ο τίτλος "Ηθικά". Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλούταρχου ήταν τεράστια. Έχει γραφτεί ότι μέσα από αυτό έχουμε όλοι οι μεταγενέστεροι γνωρίσει την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ειδικά μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα η διάδοσή του στους μορφωμένους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν απείχε εκείνης της Βίβλου. Στους θαυμαστές του και σ' εκείνους που άντλησαν από αυτό κατά τους τελευταίους αιώνες συγκαταλέγονται, ενδεικτικά, ο Έρασμος, που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η΄ το "Πως αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου"· ο Μονταίν, που εμπνεύστηκε τις "Δοκιμές" του από τα "Ηθικά"· ο Σαίξπηρ, που βάσισε στους "Βίους" τις ρωμαϊκές τραγωδίες του· ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε, που κατέτασσαν τον Πλούταρχο στους αγαπημένους τους συγγραφείς· ο Μπετόβεν, που τον εκτιμούσε όσο και τον Όμηρο και αναζήτησε στο έργο του στήριγμα όταν έχανε την ακοή του· ο Έμερσον και οι υπερβατιστές· ο Καβάφης, στο "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον", στους "Αλεξανδρινούς βασιλείς" κ.α., ενώ οι "Παράλληλοι Βίοι" ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Ναπολέοντα. Η μελέτη του Πλούταρχου εγκαταλείφθηκε κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή το έργο του αποδεικνυόταν αναξιόπιστο για την ιστορική ανασύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος. Εντούτοις ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιστορική ακρίβεια, όσο για το χαρακτήρα και την ψυχολογία των ηρώων του, καθώς και για την ηθική διάσταση των πράξεών τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον για το έργο του Πλούταρχου ώς έναν βαθμό αναζωπυρώθηκε, ωστόσο περιορίστηκε κυρίως στην ακαδημαϊκή κοινότητα.

Kleist von Heinrich

Ο Heinrich von Kleist (Χάινριχ φον Κλάιστ) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη μικρή πόλη της Φρανκφούρτης-πάνω-στον-Όντερ. Οι γονείς του πέθαναν όταν ο Κλάιστ ήταν ακόμη μικρός και μια θεία του ανέλαβε την ανατροφή του. Το 1788 ο Κλάιστ στάλθηκε σε οικοτροφείο και σε ηλικία 14 ετών κατατάχτηκε στη Φρουρά του Πότσνταμ. Έμεινε στο στρατό μέχρι το 1799. Το 1801 ο Κλάιστ πήγε στο νησί Ντελοζέα στην ελβετική λίμνη Τουν. Εκεί γνώρισε μια σύντομη περίοδο ευτυχίας, αρκετή για να ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, "Οικογένεια Γκόνορετς", που στη συνέχεια το έβαλε να διαδραματίζεται στη Γερμανία και του έδωσε τον τίτλο "Οικογένεια Στρόφενσταϊν" (1803). Με τη συγγραφή θεατρικών έργων ασχολήθηκε από το 1803 μέχρι το 1811: "Η οικογένεια Στρόφενσταϊν", 1803, "Η σπασμένη στάμνα", 1806, "Αμφιτρύων", 1807, "Πενθεσίλεια", 1807, "Το Κατερινάκι του Χάιλμπρον", 1807, "Η μάχη του Χέρμαν", 1808, και "Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ", 1811. Έγραψε διηγήματα και νουβέλες από το 1806 έως το 1811: "Ο σεισμός στη Χιλή", 1807, "Η Μαρκησία του Ο...", 1808, "Μίχαελ Κολχάας", "Η ζητιάνα του Λοκάρνο", 1810, "Ο έκθετος", "Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο", "Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής" και "Η μονομαχία", 1811. Το 1807 ο Κλάιστ ξεκίνησε ένα μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, τον "Φοίβο". Ήταν το όχημα για τη δημοσίευση αποσπασμάτων των έργων του, αλλά μια σειρά από αντιξοότητες ακολούθησε την περίοδο της καλοτυχίας. Παρόλο που ο Γκαίτε συμφώνησε ν' ανεβάσει τη "Σπασμένη στάμνα", απέρριψε την "Πενθεσίλεια". Επιπλέον η "Σπασμένη στάμνα" απέτυχε στη σκηνή της Βαϊμάρης, οι σχέσεις μεταξύ Γκαίτε και Κλάιστ έγιναν τεταμένες και ο "Φοίβος" έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1808. Την περίοδο κατάθλιψης ακολούθησε ένας ανανεωμένος ενθουσιασμός. Το 1810 εξέδωσε την πρώτη ημερήσια πρωσική εφημερίδα "Berliner Abendblatter", η οποία όμως έκλεισε τον Μάρτιο του 1811. Στην "Berliner Abendblatter" δημοσιεύθηκαν μερικά από τα διηγήματά του όπως το "Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής" και σημαντικά δοκίμια, με κυριότερο το "Σχετικά με το θέατρο των μαριονετών", 1810. Το κλείσιμο της εφημερίδας του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Στράφηκε πάλι στο θέατρο, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν' ανεβάσει έργο του. Τότε έτυχε να συναντήσει τη Χενριέτε Φόγκελ, μια παντρεμένη γυναίκα που έπασχε από ανίατο καρκίνο. Προδίδοντας τη σύζυγό του, Μαρί φον Κλάιστ, που αρνήθηκε μια συμφωνία αυτοκτονίας, ο Κλάιστ στράφηκε στη Φόγκελ που με ενθουσιασμό ασπάστηκε την ιδέα ενός διπλού θανάτου. Ετοίμασαν επιμελώς τις τελικές λεπτομέρειες. Ο Κλάιστ έκαψε τα υπολείμματα των έργων του (μαζί και την αυτοβιογραφική νουβέλα του "Η ιστορία της ψυχής μου", που λέγεται ότι είχε καταπλήξει τους ελάχιστους που τη διάβασαν). Στις 21 Νοεμβρίου του 1811, βγήκαν στην εξοχή και ήπιαν τσάι· εκεί ο Κλάιστ πρώτα πυροβόλησε τη Φόγκελ κι έπειτα τον εαυτό του.

Baudelaire Charles

O Charles Baudelaire γεννήθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον Jacques Aupick κι αυτό χαλάει την ήρεμη ζωή του. Η οικογένεια μετακομίζει στη Λυών το 1832 και επιστρέφει στο Παρίσι το 1836. Ο Κάρολος παραμένει εσωτερικός στη Λυών στο κολέγιο Louis-le-Grand, από όπου αποβάλλεται για απειθαρχία, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να αποφοιτήσει το 1839. Mόνο η λογοτεχνική εργασία τον ενδιαφέρει. Ο ακράτητος δανδισμός του ανησυχεί την οικογένειά του, που τον στέλνει κοντά σε έμπιστό της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετισθεί. Μετά τα νησιά Maurice, και Βourbon, διασχίζει τις Ινδίες. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέεται με τη Jeanne Duval. Συναντά τους Balzac, Nerval, Theophille Gautier, Theodore de Bauville. Δεν καταφέρνει να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιουργεί τέτοια χρέη, που τον οδηγούν σε καταδίκη το 1844 (σε ηλικία 24 χρόνων) -κάτι που δεν συγχωρεί στη μητέρα του, παρά μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857. Δημοσιεύει τα πρώτα του έργα στο "Salon de 1845", "Salon de 1846", - La Fanfarlo- 1847, συνεργάζεται με τα περιοδικά "Τintamarre", "Corsaire-Satan", "Messager", "Monde literaire", "Artiste", με ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 αρχίζει να μεταφράζει Edgar Poe. Το 1857 εκδίδει τα "Άνθη του κακού" όπου έξι από αυτά στηλιτεύονται από τη δικαιοσύνη. Η υγεία του είναι εύθραυστη αλλά η λογοτεχνική του δραστηριότητα μεγάλη. Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο επιδεινώνεται η υγεία του, μαζί με τις ατυχίες του. Στην επιστροφή μαζί με τη μητέρα του στο Παρίσι, πεθαίνει τον Αύγουστο του 1867 σε ηλικία 46 ετών.